-
1 ναύτης
ναύτηςseaman: masc nom sg -
2 ναύτης
ναύτης: seaman, sailor, only pl.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ναύτης
-
3 ναύτης
ναύτης, ου, ὁ (ναῦς; Hom. et al.; ins, pap; Ezk 27:9 Aq.; 27:29 Sym.; Jos., Vi. 66, Ant. 9, 209; TestNapht 6:2; loanw. in rabb.) sailor Ac 27:27, 30; Rv 18:17.—DELG s.v. ναῦς. M-M. -
4 ναύτης
A seaman, sailor, Il.19.375, Sapph.Supp.9.8, Pi.P.4.188, Pl.Plt. 302a, etc.: as Adj.,ν. ὅμιλος E.Hec. 921
(lyr.); by sea, opp. πεζός (by land), A.Pers. 719 (troch.).II passenger by sea,ναύτην ἄγειν τινά S.Ph. 901
: metaph., συμποσίου ναῦται mates in the drinking bout, Dionys.Eleg.5. -
5 ναύτης
1) sailor2) tarΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ναύτης
-
6 ναυτέων
ναύτηςseaman: masc gen pl (epic ionic) -
7 ναύταις
ναύτηςseaman: masc dat pl -
8 ναύταισι
ναύτηςseaman: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
9 ναύταισιν
ναύτηςseaman: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
10 ναύτην
ναύτηςseaman: masc acc sg (attic epic ionic) -
11 ναύτου
ναύτηςseaman: masc gen sg -
12 ναύτα
-
13 ναῦτα
-
14 ναύτας
ναύτᾱς, ναύτηςseaman: masc acc plναύτᾱς, ναύτηςseaman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 ναυτάν
-
16 ναυτᾶν
-
17 ναυτών
-
18 ναυτῶν
-
19 ναυτάων
ναυτά̱ων, ναύτηςseaman: masc gen pl (epic aeolic) -
20 ναύται
См. также в других словарях:
ναύτης — seaman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek
ναύτης — ο 1. μέλος του πληρώματος πλοίου. 2. απλός ναύτης χωρίς βαθμό, αλλ. εργάτης της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ναῦτα — ναύτης seaman masc voc sg ναύτης seaman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτᾶν — ναύτης seaman masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτέων — ναύτης seaman masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτῶν — ναύτης seaman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναῦται — ναύτης seaman masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταις — ναύτης seaman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύταισιν — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)