-
1 μοσχος
Iὅ1) отпрыск, побег, ветка(μόσχοι λύγοι Hom.)
2) бычок, теленок Her. etc.3) молодой лев, львенок Eur.4) отрок, юноша Eur.5) ( о пчелах) молодое поколение, молодьIIἥ1) телка или молодая корова(μόσχους ἀμέλγειν Eur.)
2) девочка, молодая девушка Eur. -
2 Μοσχος
ὅ Мосх1) родом из Сиракуз, грамматик и буколический поэт середины III в. до н.э.2) sing. к Μόσχοι См. Μοσχοι -
3 μόσχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μόσχος
-
4 μόσχος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > μόσχος
-
5 μόσχος
ο1) телёнок; 2) зоол, кабарга; 3) см. μόσκος -
6 μόσχος
теленок, бычок.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μόσχος
-
7 γηρυω
дор. γᾱρύω тж. med.1) произносить, говорить(φθέγμα Eur.)
γηρύεσθαί τινί τι Hes. — рассказывать кому-л. о чем-л.;λέξον τίν΄ αὐδέν τήνδε γηρυθεῖσ΄ ἔσῃ Aesch. — объясни, что хочешь ты этим сказать;ὅμοια μορφῇ γλῶσσά σου γηρύεται Aesch. — речь твоя соответствует твоему виду;πυκροτάτην ὄπα γηρύσαντος ἤκουσα Arph. — я слышал его душераздирающие вопли2) петь(γλυκύ τι Pind.)
γαρύεσθαί τινι Theocr. — состязаться в пении с кем-л.3) воспевать(εὖχος, κλέος, αἶσαν Pind.)
4) мычать(ἁδὺ ἁ μόσχος γαρύεται Theocr.)
-
8 ευθηλημων
-
9 νεοθηλης
I2[θηλή] недавно родившийся, новорожденный(μόσχος Anth.)
IIдор. νεοθᾱλής 2[θάλλω]1) молодой, свежий(ποίη Hom.; ὕλη HH.; στέφανος Hes.)
2) девичий(αἰσχύνη Eur.)
3) юношеский(εὐφροσύνη HH.)
-
10 παρακαταθνησκω
-
11 σιτευω
-
12 στειρος
-
13 τετρασκελης
21) четвероногий(οἰωνός Aesch.; μόσχος Eur.)
χέρσου τ. γονή Soph. — сухопутные четвероногие2) свойственный четвероногим (кентаврам)(ὕβρισμα Eur.)
τ. πόλεμος Eur. — война с кентаврами -
14 υπουθατιος
-
15 3448
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3448
См. также в других словарях:
μόσχος — 1 young shoot masc nom sg μόσχος 2 calf masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μόσχος — young shoot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
μόσχος — ο 1. το μικρό της αγελάδας, το μοσχάρι. 2. το ζώο που βγάζει την ομώνυμη αρωματική ουσία, ο μόσκος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μόσχω — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc/acc dual μόσχος 1 young shoot masc gen sg (doric aeolic) μόσχος 2 calf masc nom/voc/acc dual μόσχος 2 calf masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχε — μόσχος 1 young shoot masc voc sg μόσχος 2 calf masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοι — μόσχος 1 young shoot masc nom/voc pl μόσχος 2 calf masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοιο — μόσχος 1 young shoot masc gen sg (epic) μόσχος 2 calf masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοις — μόσχος 1 young shoot masc dat pl μόσχος 2 calf masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχοισι — μόσχος 1 young shoot masc dat pl (epic ionic aeolic) μόσχος 2 calf masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόσχον — μόσχος 1 young shoot masc acc sg μόσχος 2 calf masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)