Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(μόρος

  • 1 Beheading

    subs.
    Death by beheading: V. καρανιστὴς μόρος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beheading

  • 2 Death

    subs.
    P. and V. θνατος, ὁ, ὄλεθρος, ὁ, τελευτή, ἡ, V. μόρος, ὁ, μοῖρα, ἡ, Ἅιδής, ὁ, τὸ θνήσκειν, πότμος, ὁ; see Destruction.
    On the point of death, adj.: P. ἐπιθάνατος; see Dying.
    When the blood has ebbed in painless death: V. αἱμάτων εὐθνησίμων ἀπορρυέντων (Æsch., Ag. 1293).
    ——————
    Θνατος, ὁ, ᾍδης, -ου, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Death

  • 3 Destiny

    subs.
    P. ἡ εἱμαρμένη, P. and V. τὸ χρεών (Plat. but rare P.), μοῖρα, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἡ πεπρωμένη, μόρος, ὁ, πότμος, ὁ, αἶσα ἡ, τὸ μόρσιμον, τὸ χρῆν (Eur., I.T. 1486).
    One's lot: P. and V. δαίμων, ὁ, τχη, ἡ; see Fate.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Destiny

  • 4 Fate

    subs.
    Destiny: P. and V. τὸ χρεών (Plat. but rare P.), μοῖρα, ἡ (Plat. but rare P.). P. ἡ εἱμαρμένη, V. ἡ πεπρωμένη, μόρος, ὁ, πότμος, ὁ, αἶσα, ἡ, τὸ μόρσιμον, τὸ χρῆν (Eur., I.T. 1486).
    The Fates: P. and V. Μοῖραι (Plat., Rep. 617C).
    One's lot: P. and V. δαίμων, ὁ, πθος, τό, πθημα, τό.
    Fortune: P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ.
    Death: P. and V. θνατος, ὁ, τελευτή, ἡ; see Death.
    Foreseeing the fate to which they are hurrying: P. προορώμενοι εἰς οἷα φέρονται (Thuc. 5, 111).
    ——————
    Μοῖρα, ἡ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fate

  • 5 Lot

    subs.
    Destiny: P. ἡ εἱμαρμένη, P. and V. τὸ χρεών (Plat. but rare P.), μοῖρα, ἡ (Plat. but rare P.), V. ἡ πεπρωμένη, μόρος, ὁ, πότμος, ὁ, αἶσα, ἡ, τὸ μόρσιμον, τὸ χρῆν (Eur., I.T. 1486).
    Fortune: P. and V. τύχη, ἡ, συμφορά, ἡ, δαίμων, ὁ.
    It is my lot: P. and V. χρή με, χρεών με, εἵμαρταί μοι, V. πέπρωταί μοι.
    Cast in one's lot with, v.: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετ (gen.).
    What is allotted, share: P. and V. μέρος, τό. V. λχος, τό.
    Allotment of land: P. κλῆρος, ὁ.
    Lot used in determining chances: P. and V. κλῆρος, ὁ, V. πλος, ὁ.
    Assign by lot, v.: P. and V. κληροῦν, P. ἐπικληροῦν.
    Office assigned by lot, P. κληρωτὸς ἀρχή, ἡ.
    Cast lots, v.: P. and V. κληροῦσθαι, P. διακληροῦσθαι.
    No lot was cast: V. κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο (Soph., Ant. 396).
    Choose by lot, v.: P. and V. κληροῦν, P. ἀποκληροῦν.
    Chosen by lot, adj.: P. κληρωτός.
    Draw lots, v.: P. and V. κληροῦσθαι, P. διακληροῦσθαι, V. σπᾶν πλον.
    Draw lots for: P. and V. κληροῦσθαι (acc.; P. also gen.).
    Drawing of lots, subs.: P. and V. κλήρωσις, ἡ.
    Fall to one's lot, v.: P. ἐπιβάλλειν (dat.); see Befall.
    The share which falls to our lot: P. τὸ ἐπιβάλλον ἐφʼ ἡμᾶς μέρος (Dem. 312).
    Obtain by lot, v.: P. and V. λαγχνειν (acc.), διαλαγχνειν (acc.) (Plat.), κληροῦσθαι (acc. or gen.), V. πολαγχνειν (acc.), Ar. and V. ἐκλαγχνειν (acc.).
    Without appeal to lot: use adv., P. ἀκληρωτί.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lot

  • 6 Ruin

    subs.
    Destruction: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, φθορά, ἡ, διαφθορά, ἡ, V. ποφθορά, ἡ.
    Overthrow: P. and V. νάστασις, ἡ, κατασκαφή, ἡ, P. καθαίρεσις, ἡ, V. ναστροφή, ἡ.
    Loss: P. and V. ζημία, ἡ, βλαβή, ἡ, βλβος, τό.
    That which ruins: P. and V. ὄλεθρος, ὁ, κακόν, τό, V. πῆμα, τό, τη, ἡ, σνος, τό.
    Ruins, fallen buildings: P. οἰκίαι καταπεπτωκυῖαι.
    Wreckage ( of ships): P. and V. ναυγια, τά, V. γαί, αἱ; ( of other things besides): V. ἐρείπια, τά, ναυγια, τά.
    Ruins of, all that is left of: P. and V. λείψανον, or pl. (gen.).
    Lay in ruins, v.: P. and V. ἐξανιστναι, κατασκάπτειν.
    Fall in ruins: Ar. and P. καταρρεῖν, P. περικαταρρεῖν; see Fall.
    A doom of utter ruin: V. πάμφθαρτος μόρος (Æsch., Choe. 296).
    You unhappy city are involved in this ruin: V. σύ τʼ ὦ τάλαινα συγκατασκάπτει πόλις (Eur., Phoen. 884).
    ( I seemed to see) all the house dashed in ruins to the ground from top to bottom: V. πᾶν ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν (Eur., I.T. 48).
    ——————
    v. trans.
    Destroy: P. and V. φθείρειν, διαφθείρειν, καταφθείρειν (Plat. but rare P.), πολλύναι, διολλύναι, ἐξολλύναι, ποφθείρειν (Thuc. but rare P.), V. ὀλλύναι, ἐξαπολλναι, διεργάζεσθαι, ἐξεργάζεσθαι, Ar. and P. ἐπιτρβειν; see Destroy.
    Mar, spoil: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.), Ar. and V. διαλυμαίνεσθαι.
    Injure: P. and V. βλάπτειν, κακοῦν, διαφθείρειν; see Injure, Corrupt.
    Corrupt: P. and V. διαφθείρειν, λυμαίνεσθαι (acc. or dat.); see Corrupt.
    Be ruined: P. and V. πολωλέναι (2nd perf. ἀπολλύναι), ἐξολωλέναι (2nd perf. ἐξολλύναι) (Plat.), σφάλλεσθαι, V. ὀλωλέναι (2nd perf. ὀλλύναι), διαπεπορθῆσθαι (perf. pass. διαπορθεῖν), ἔρρειν (rare P.); see Undone.
    Be brought to ruin: V. τᾶσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ruin

  • 7 Stoning

    subs.
    V. λευσμός, ὁ, πέτρωμα, τό.
    Of stoning, adj.: V. λεύσιμος.
    Death by stoning: V. λευστὴρ μόρος, ὁ.
    Death sentence by stoning: V. λεύσιμος δκη, ἡ.
    Public stoning: V. δημόλευστος φόνος, ὁ, or δημορριφεῖς λεύσιμοι ραί, αἱ.
    Lest she should come to death by stoning: V. μὴ... ἐς πετρῶν ἔλθῃ βολάς (Eur., Or. 59).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stoning

См. также в других словарях:

  • μόρος — fate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρος — ο (ΑΜ μόρος) μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο αρχ. 1. όλεθρος, θάνατος 2. νεκρός, πτώμα 3. μονάδα μέτρησης επιφανειών στη Λοκρίδα και στην Μυτιλήνη 4. ως κύριο όν. ὁ Μόρος μυθικό πρόσωπο, ο γιος τής Νύκτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μορ ετεροιωμένη… …   Dictionary of Greek

  • Μόρος — ο, θηλ. Μόρα (Μ Μόρος) Άραβας και, γενικά, Βορειοαφρικανός ή Ισπανός αραβικής καταγωγής, Μαύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Μoro] …   Dictionary of Greek

  • μόρε — μόρος fate masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόροι — μόρος fate masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόρους — μόρος fate masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόμορος — ἰσόμορος, ον (Α) 1. (για τη σχέση τού Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο 2. όμοιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό μορος, ωκύ μορος] …   Dictionary of Greek

  • κακόμορος — κακόμορος, ον (AM) (γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. ἄμμορον και τού λεξ. Σούδα στη λ. ἄμμορος) κακόμοιρος*. επίρρ... κακομόρως (Α) με κακή μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μορος (< μόρος), πρβλ. αινό μορος, πρωτό μορος] …   Dictionary of Greek

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • πρόσμορος — ον, Α ο καταδικασμένος από τη μοίρα σε θλίψη και δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + μορος (< μόρος «μοίρα»), πρβλ. έμ μορος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύμορος — ον, ΜΑ αυτός που πεθαίνει γρήγορα, βραχύβιος («ἀλλα ταχύμορον γυναικογήρυτον ὄλλυται κλέος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μορος (< μόρος), πρβλ. κακό μορος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»