-
1 ανευθυνος
21) не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т.е. неограниченный(μουναρχίη Her.)
2) не несущий ответственности, невиновный Thuc.ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. — невиновный в чем-л.
3) не сопряженный с ответственностью, т.е. необязательный(προστάγματα Luc.)
-
2 μοναρχια
ион. μουναρχίη ἥ1) единодержавие, единовластие, монархия(λαβεὴν χώρας μοναρχίαν Soph.)
2) верховная власть, единоначалие(τοῦ στρατηγοῦ Xen.)
-
3 πολυχρονιος
21) длительный, долгий, продолжительный(ἥ μουναρχίη τοῦ Κροίσου Her.; γένος τοῦ βίου Plat.; ζωή Arst.; ἀποδημία Plut.)
2) долговечный (sc. τὰ ζῷα Arst.)
См. также в других словарях:
μουναρχίη — μοναρχία monarchy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μουναρχία — και μουναρχίη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. μοναρχία … Dictionary of Greek