-
1 ευθυνος
ὅ1) судья, каратель Aesch. -
2 ευθυνης
-
3 ευθυντης
-
4 ευθυνω
1) править(ἅρματα Isocr.; πλάταν Eur.; ἡνίας Arph.)
2) направлять(πόδα, ἀμφῆρες δόρυ Eur.)
3) вести(παῖδα χερσίν Soph.)
4) погонять, гнать(τὰς ἀγέλας Xen.)
5) вести, предводительствовать(στρατόν Aesch.)
6) управлять, руководить(λαὸν δορί Eur.; πόλιν Soph.; οὐχ ὑφ΄ ἡνίας, ἀλλὰ λόγῳ Plut.)
εὐ. δίκας τινί Pind. — вершить суд над кем-л.7) направлять, посылать(ὄλβον Pind.)
8) выпрямлять(ξύλον διαστρεφόμενον Plat.)
9) выправлять, исправлять(δίκας σκολιάς Solon ap. Dem.; ἀπειλαῖς καὴ πληγαῖς τινα Plat.)
10) критиковать, порицать(τέν διάλεκτόν τινος Plut.)
11) (ср. εὔθυνα 2) требовать отчета, ревизовать, обследовать(τινά Plat.)
12) med.-pass. давать отчет, отчитываться(τῆς ἐφορίας Arst.)
13) привлекать к ответственности, обвинять(τινὰ κλοπῆς Plut.)
τῶν ἀδικημάτων εὐθύνεσθαι Thuc. — быть преданным суду за злоупотребления -
5 ανευθυνος
21) не обязанный давать отчет, не ответственный (перед народом), т.е. неограниченный(μουναρχίη Her.)
2) не несущий ответственности, невиновный Thuc.ἀ. ποιεῖν τι Plut. или τινος Luc. — невиновный в чем-л.
3) не сопряженный с ответственностью, т.е. необязательный(προστάγματα Luc.)
-
6 βαρυς
βᾰρεῖα, βαρύ1) тяжелый, тяжеловесный Her., Plat., Arst., Plut.2) тяжеловооруженный(δύναμις Plut.)
τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen., τὰ βαρέα τῶν ὅπλων Polyb. и τὰ ἐν βάρεσιν ὅπλοις Diod. — тяжеловооруженные войска3) отяжелевший, ослабевший(σὺν и ἐν γήρᾳ, νόσῳ Soph.; ὑπὸ τῆς μέθης Plut.)
πολλοῖσι β. ἐνιαυτοῖς Theocr. — удрученный старостью;β. ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. — с трудом передвигающий ноги4) сильный, мощный, грозный(χείρ Hom.; δύναμις Polyb. - ср. 1; πόλις Diod.)
5) тяжелый, тяжкий, тягостный, тж. жестокий(ὀδύναι Hom.; πένθος, νόσος Pind.; τύχαι Aesch.; μῆνις Soph.; πόλεμος Dem.)
6) невыносимый, несносный(τοῖς συνοῦσι Plat.; ἡλίου θάλπος Anth.; φρόνημα Plut.)
7) трудный, затруднительный(τινι Soph.)
8) опасный(χωρίον Xen.)
9) разгневанный, гневный(βαρὺν θυμὸν ἔχειν Theocr.)
10) тяжелый или резкий(ὀδμή Her. и ὀσμή Arst.)
11) низкий, глубокий, глухо звучащий(φθόγγος Hom.; χορδή Plat.)
; но тж. сильный, мощный(φωνή Arst.; βρύχημα λέοντος Anth.)
12) угрюмый, мрачный(βαρύτερος τὸ ἦθος ὤν Plut.)
13) степенный, серьезный, важный(σεμνὸς ἢ β. Arst.)
14) суровый, строгий(εὔθυνος Aesch.)
15) грам. тяжелыйβ. συλλαβή Plat. — слог, произносимый с понижением тона (accentus gravis) -
7 υπευθυνος
I2подотчетный, ответственныйαἰνῶ δὲ πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε Aesch. — я поручаю это (тебе) под твою ответственность;
διδόναι ἑαυτὸν ὑπεύθυνόν τινι Dem. — принимать на себя ответственность (вину) перед кем-л.;ὑπεύθυνον τέν παραίνεσιν ἔχειν Thuc. — нести ответственность за свои советыIIὅ гипэфтин, ответственное должностное лицо Arph.(ὑπεύθυνοι были ответственны перед εὔθυνοι и λογισταί)
См. также в других словарях:
εύθυνος — εὔθυνος, ον (Α) 1. αυτός που τιμωρεί, ο δικαστής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔθυνοι (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που ασκούσαν τον έλεγχο τής διαχείρισης τών δημόσιων λειτουργών όταν έληγε η θητεία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύνω (< ευθύς). Η… … Dictionary of Greek
εὔθυνος — εὔθῡνος , εὔθυνος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… … Dictionary of Greek
εὐθύνω — εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc nom/voc/acc dual εὐθύ̱νω , εὔθυνος masc gen sg (doric aeolic) εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight aor subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres subj act 1st sg εὐθύ̱νω , εὐθύνω guide straight pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυντής — εὐθυντής, ὁ (Α) [ευθύνω] εύθυνος … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ՊԱՏՈՒՀԱՍԻՉ — (սչի, չաց.) NBH 2 0622 Chronological Sequence: Unknown date ա.գ. εὕθυνος qui rationes et poenas exigit, censor. Որ համար պահանջէ, եւ պատուհասէ. ... *Յաղագս պատուհասչաց: Պատուհասիչ ոմն: Զպատուհասիչս ոմանս: պարտ է ամենայն պատուհասչաց՝ սքանչելիս ըստ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εὐθύνοις — εὐθύ̱νοις , εὔθυνος masc dat pl εὐθύ̱νοις , εὐθύνω guide straight pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνου — εὐθύ̱νου , εὔθυνος masc gen sg εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) εὐθύ̱νου , εὐθύνω guide straight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνους — εὐθύ̱νους , εὔθυνος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθύνων — εὐθύ̱νων , εὔθυνος masc gen pl εὐθύ̱νων , εὐθύνω guide straight pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)