-
1 μελανάετος
μελανάετοςblack eagle: masc nom sg -
2 μελανάετος
μελᾰν-άετος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελανάετος
-
3 ὠκυβόλος
ὠκυ-βόλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὠκυβόλος
См. также в других словарях:
μελανάετος — μελανάετος, ὁ (Α) μαύρος αετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἀετός] … Dictionary of Greek
μελανάετος — black eagle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek