-
121 μουσομανια
-
122 οικογενης
21) родившийся и выросший дома(ὅ ἀκόλουθος Plat.; κύων Plut.)
2) внутреннего происхождения(μανία Plut.)
-
123 ομοστοιχος
-
124 οξυς
1) острый(πέλεκυς, ξίφος Hom.; γωνία Arst.; ῥομφαία NT.)
; острый, остроконечный(δόρυ, κορυφέ σκοπέλου Hom.; ὄνυχες λεόντων Pind.)
2) острый, мучительный(ὀδύναι, μελεδῶναι Hom.)
3) жестокий, тяжелый(ἀγών Plut.)
4) жгучий, палящий(ἀκτῖνες Pind.; ἥλιος Anth.)
5) резкий, пронизывающий(χιών Pind.; νότος Soph.)
6) ослепительный, яркий(αὐγέ ἠελίοιο Hom.; χροιαί Arst.; πορφύρα Plut.)
7) пронзительный, резкий, громкий(ἀϋτή Hom.; μέλος Arph.)
8) муз. высокий, тонкий(χορδή Plat.; φωνή Arst.)
9) острый (на вкус), пряный(φακῆ Xen.)
10) терпкий(οἶνος Xen.)
11) кислый(ζύμωμα Plat.)
12) изощренный, зоркий(ὄμμα Pind.; ὄψις Plat.)
13) острый, едкий(ὀσμή Arst.)
14) пылкий, горячий, страстный(μένος HH.; θυμός Soph.)
15) быстрый, проворный, стремительный, резвый(ἵπποι Her.; πόδες NT.)
16) восприимчивый, способный(εἰς πάντα τὰ μαθήματα Plat.)
ὀξύτατος γνῶναι τὰ ῥηθέντα Dem. — умеющий отлично понимать сказанное;τὰς ἐνθυμήσεις ὀ. Luc. — быстро соображающий17) бурный(μανία Pind.)
18) обостренный, настороженный -
125 παιδομανια
-
126 προσβαινω
(fut. προσβήσομαι, aor. 2 προσέβην)1) наступать(τῷ ἀριστερῷ ποδί Xen.)
λὰξ προσβάς Hom. — наступив ногой2) подступать, подходить(κνημοὺς Ἴδης Hom.; τῷ τείχει Plat.)
3) восходить, подниматься(κατὰ τοῦτο τῆς ἀκροπόλιος Her.; τόνδε πάγον Aesch.; πρὸς τὸν λόφον Polyb.)
4) вступать, входить(ἐς ἄλσος Soph.; εἰς τέν Λάκαιναν Xen.)
5) идти впередπῶς γὰρ ἂν νοσῶν ἀνέρ κῶλον προσβαίη μακράν ; Soph. — как же человек с больной ногой мог бы далеко зайти?
6) перен. находить, охватывать(τίς σε προσέβη μανία; Soph.)
7) привходить, прибавляться -
127 προφητευω
(fut. προφητεύσω - дор. προφᾱτεύσω)1) быть истолкователем воли богов(π. θεοῦ Eur.; π. τὰ θεῖα τοῖς ἀνθρώποις Arst.)
οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ Her. — истолкователи прорицаний при храме2) пророчествовать, прорицать NT.ἡ μανία προφητεύσασα Plat. — пророческое исступление
3) обладать пророческим даром NT. -
128 πτοησις
См. также в других словарях:
μανία — μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc/acc dual μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μανίον neut nom/voc/acc pl μανίᾱ , μανιάω to be mad pres imperat act 2nd sg μανίᾱ , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανία — Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc/acc dual Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανίᾳ — Μανίᾱͅ , Μανίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανίᾳ — μανίαι , μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανίας — μανίᾱς , μανία madness fem acc pl μανίᾱς , μανία madness fem gen sg (attic doric aeolic) μανίᾱς , μανιάω to be mad imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανίαν — μανίᾱν , μανία madness fem acc sg (attic doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανίαι — μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)