-
1 manie
μανία -
2 мания
манияж ἡ μανία, ἡ παραφροσύνη:\мания величия ἡ μεγαλομανία· \мания преследования ἡ μανία καταδιωξεως. -
3 ожесточение
ожесточ||ениес1. ἡ μανία, ἡ ἀγριό-χΠτα, ἡ σκληρότητα·2. перен (упорство, рвение) ἡ μανία -
4 охотник
охотник Iм ὁ κυνηγός· ◊ морской \охотник τό καταδιωκτικό ὑποβρυχίων.охотник IIИм1. (любитель) ὁ μερακλής:быть \охотник-ом до чего-л. уст. εἶμαι μερακλής σέ κάτι, ἔχω μανία σέ κάτι· быть \охотником до книг ἔχω μανία στά βιβλία·2. (доброволец) ὁ ἐθελοντής:вызвать \охотникόβ в разведку καλώ ἐθελοντές γιά ἀνίχνευση. -
5 mania
-
6 каление
-я ουδ.διαπύρωση, πυράκτωση•белое каление λευκοπύρωση•
красное каление ερυθροπύρωοη.
εκφρ.довести до белого -я – εξαγριώνω στο έπακρο, φρενιάζω, κάνω πυρ και μανία•дойти до белого -я – αποθηριώνομαι, γίνομαι έξω φρενών ή πυρ και μανία. -
7 мания
-и θ.μανία•мания преследования μανία καταδίωξης•
мания величия μεγαλομανία.
|| πάθος μεγάλο•мания писать стихи πάθος στιχουργικό.
-
8 неистовство
-а ουδ.1. μάνιασμα, μανία παράφορα, μένος•прийти в неистовство με πιάνει μανία, φρενίτιδα, φρενιάζω.
2. θηρ ιωδία• αφην ιασμός•-ва фашистов οι θηριωδίες των φασιστών.
-
9 пристрастие
-я ουδ.1. πάθος• θεριακλίκι μανία• αρρώστια•пристрастие к музыке πάθος προς τη μουσική•
пристрастие к азартным играм μανία στα τυχερά παιγνίδια.
2. μεροληψία, προκατάληψη, εμπάθεια•пристрастие в суждениях μεροληψία στις κρίσεις.
εκφρ.с -ем – με πάθος, ολόψυχα (άκρα επιμέλεια)•допрос с -ем – α) παλ. ανάκριση με βασανιστήρια, β) εξονυχιστικές ερωτήσεις, ξεψάχνισμα ψάρεμα. -
10 пристрастить
-ащу, -астишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пристращённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.εμπνέω (ανάβω) πάθος, μανία, αγάπη, έρωτα δίνω,ζωηρή κλίση.μερακλώνομαι, με πιάνει πάθος, μανία, μεράκι. -
11 свирепость
-и θ.αγριότητα•свирепость льва η αγριότητα του λιονταριού.
|| σφοδρότητα, λύσσα, μανία•свирепость бури η μανία της θύελλας.
|| μτφ. θηριωδία, σκληρότητα, ωμότητα. || πλθ. -и θηριωδίες. -
12 срезать
срезать 1ρ.σ.μ.1. αποκόπτω, κόβω•срезать цветов κόβω λουλούδια•
срезать провода κόβω τα καλώδια.
|| μειώνω, ελαττώνω•срезать ставку περικόπτω το μισθό.
2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.
|| κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.
3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.
1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.
ρ.δ.βλ. срезать(ся). -
13 упорство
-а ουδ.επιμονή, εμμονή. || πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι. || ένταση, μανία•ветер дул с -ом ο άνεμος φυσούσε με μανία (μανιασμένος).
-
14 ярость
-и θ.1. σφοδρή οργή, μανία, λύσσα.2. ορμητικότητα ισχυρή.εκφρ.с -ью – με μανία, μανιασμένα• με πάθος. -
15 амок
мед. το αμόκ, η βίαια μανία, η έντονη ταραχή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > амок
-
16 мания
мед. η μανία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мания
-
17 азарт
азартм ἡ μανία, τό πάθος τοῦ παιχνιδιού:входить в \азарт μέ πιάνει τό πάθος; в \азарте στήν παράφορα. -
18 бешенство
бешен||ствос1. (заболевание) ἡ λύσσα;2. (неистовство) ἡ παράφορα, ἡ μανία. -
19 зима
зим||аж ὁ χειμών(ας):суровая \зима ὁ δριμύς χειμών, ἡ βαρυχειμωνιά· в разгаре \зимаы στήν καρδιά τοῦ χειμώνα· всю зи́му ὀλο τόν χειμῶνα· прошлой \зимао́й πέρσι τό χειμώνα· с наступлением \зимаы μέ τόν ἐρχομό τοῦ χειμώνα· ◊ сколько лет, сколько зим! разг χρόνια καί ζα-μάνια, σάν τά χιόνια! -
20 неистово
неистов||онареч παράφορα, λυσσασμένα, μέ μανία, μανιωδώς.
См. также в других словарях:
μανία — μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc/acc dual μανίᾱ , μανία madness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μανίον neut nom/voc/acc pl μανίᾱ , μανιάω to be mad pres imperat act 2nd sg μανίᾱ , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανία — Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc/acc dual Μανίᾱ , Μανίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανίᾳ — Μανίᾱͅ , Μανίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
μανία — η 1. τρέλα. 2. (συνεκδοχ.), μεγάλη οργή: Τον έπιασε μανία και με χτύπησε. 3. ενθουσιασμός, έμπνευση: Θεία μανία (η ποιητική έμπνευση). 4. συνήθεια, πάθος για κάτι: Έχει μανία με τους υπολογιστές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανίᾳ — μανίαι , μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. — ή μεϑη μιχρα μανία ἐστὶ. См. Пьяный, что бешеный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επιδειξι(ο)μανία — η (ιατρ.), ψυχοπαθολογική κατάσταση, στην οποία ο άρρωστος βγάζει τα ρούχα του ή επιδείχνει τα γεννητικά του όργανα, ο επιδεικτισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανίας — μανίᾱς , μανία madness fem acc pl μανίᾱς , μανία madness fem gen sg (attic doric aeolic) μανίᾱς , μανιάω to be mad imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανίαν — μανίᾱν , μανία madness fem acc sg (attic doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μανίᾱν , μανιάω to be mad imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μανίαι — μανία madness fem nom/voc pl μανίᾱͅ , μανία madness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)