-
1 Light
subs.Lamp: Ar. and P. λύχνος, ὁ.Concretely of persons or things, the light of, the glory of: V. ἄγαλμα, τό, φῶς, τό, φάος, τό; see Glory.See the light, live, v.:V. φῶς βλέπειν, φάος βλέπειν, or βλέπειν alone.As soon as it was light: P. and V. ἅμʼ ἡμέρᾳ, P. ἅμʼ ἔῳ.Light was beginning to break: P. ὑπέφαινέ τι ἡμέρας (Plat., Prot. 312A).Bringing light, adj.: Ar. and V. φωσφόρος.Bring to light, v.: P. and V. ἀναφαίνειν, εἰς μέσον φέρειν, P. πρὸς φῶς ἄγειν, εἰς τὸ φανερὸν ἄγειν; see Disclose.Come to light: P. and V. φαίνεσθαι, ἀναφαίνεσθαι, ἐκφαίνεσθαι (Plat.).Give a light: Ar. and P. φαίνειν (absol.).Shine on: P. καταλάμπειν (gen.) (Plat.).Stand in a person's light: P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.).In the light of: P. and V. ἐκ (gen.), ἀπό (gen.).Each of the former favours is viewed in the light of the final result: P. πρὸς τὸ τελευταῖον ἐκβὰν ἕκαστον τῶν προϋπαρξάντων κρίνεται (Dem. 12).Represent in a bad light: P. κακῶς εἰκάζειν περί (gen.) (Plat., Rep. 377E).——————v. trans.Kindle: P. and V. ἅπτειν, ἀνάπτειν, ὑφάπτειν, κάειν, V. αἴθειν, ἀναίθειν, ὑπαίθειν, δαίειν, ἀνδαίειν, ἀναιθύσσειν, ἀνακάειν (Eur., Cycl.), ἐκκάειν.Have lighted: P. ἀνάπτεσθαι (Lys. 93).A lighted torch, subs.: Ar. δᾷς ἡμμένη.A lighted lamp: P. λύχνος ἡμμένος (Thuc. 4, 133).Give light to: Ar. and P. φαίνειν (dat.).Make bright, v.: V. φλέγειν.Fall: P. and V. πίπτειν, κατασκήπτειν.Light on, descend on: P. and V. κατασκήπτειν (εἰς, acc.).Envy is wont to light on things exalted: V. εἰς τἀπίσημα δʼ ὁ φθόνος πηδᾶν φίλεῖ (Eur., frag.).Light on, chance on: P. and V. ἐντυγχάνειν (dat.), τυγχάνειν (gen.), προσπίπτειν (dat.), Ar. and P. ἐπιτυγχάνειν (gen. or dat.), P. περιπίπτειν (dat.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.), V. κιγχάνειν (acc. or gen.).Of events: see Befall.Settle on: see Settle.——————adj.Ar. and P. φανός (Plat.),As opposed to heavy: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.Easy to carry: V. εὐάγκαλος.Small, slight: P. and V. λεπτός.Light troops: see light-armed.Light conduct: P. and V. ὕβρις, ἡ.Not serious: P. and V. κοῦφος, ἐλαφρός.Easy: P. and V. ῥᾴδιος, εὐπετής (Plat.), εὔπορος, κοῦφος, ἐλαφρός, V. εὐμαρής.Make light of: P. and V. ῥᾳδίως φέρειν (acc.), Ar and V. φαύλως φέρειν (acc.), V. εὐπετῶς φέρειν (acc.) (Soph., frag.); see Disregard, Despise.With a light heart: P. εὐχερῶς, P. and V. ῥᾳδίως.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Light
-
2 спиртовка
το καμινέτοο λύχνος του οινοπνεύματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спиртовка
-
3 лампада
лампадаж1. (для икон) τό καντήλι, ἡ κανδήλα·2. (светильник) τό λυχνάρι, ὁ λύχνος. -
4 плошка
плошкаж1. (посуда) разг ἡ γαβάθα, τό πήλινο[ν] πιάτο·2. (для освещения) ὁ λύχνος. -
5 светильник
светильникм уст. ὁ λύχνος,τό λυχνάρι. -
6 светильник
[*][σβιτΐλ’νικ) ουσ. α. λύχνος -
7 светильник
[*][σβιτΐλ’νικ) ουσ α λύχνος -
8 мигалка
-и θ.λυχνάρι, λύχνος. || φανός-σηματοδότης, φανάρι. || πλθ. -лки, -лок μάτια, οφθαλμοί, τα φωτερά. -
9 светильник
-а α.1. λυχνάρι, λύχνος. || κηροπήγιο, λυχνοστάτης.2. λυχνία, λάμπα. -
10 спиртовка
-и θ.λύχνος οινοπνεύματος ή καμινέτο. -
11 Lamp
subs.Ar. and P. λύχνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lamp
-
12 bec
1) στόμα2) στόμιο3) ράμφος4) μύτη5) λύχνος
См. также в других словарях:
λύχνος — sno masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
λύχνος — ο το λυχνάρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… … Реальный словарь классических древностей
Лихн — • Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из жаровен, покоившихся на высоких подставках или ножках и… … Реальный словарь классических древностей
λύχνε — λύχνος sno masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνοι — λύχνος sno masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνους — λύχνος sno masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей
λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα … Dictionary of Greek
λυχνάρι — το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος] νεοελλ. μσν. λύχνος μσν. πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι αρχ. μικρή λυχνία … Dictionary of Greek