Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(λάρνακες

  • 1 ετοιμος

        позднеатт. тж. ἕτοιμος 3 и 2
        1) готовый, приготовленный
        

    (ὀνείατα Hom.; τὰ κρέα Her.; δαίς Theocr.)

        2) подготовленный, упакованный
        

    (λάρνακες Her.)

        3) имеющийся наготове, наличный
        

    (χρήματα Her.)

        τινὰ ἑτοῖμον ποιεῖσθαι Her.приказать кому-л. быть наготове;
        ὡς ( или ἐπειδέ) ἑτοῖμα ἦν Thuc. — когда (все) было готово, когда приготовления были закончены;
        ἑτοιμότερα γέλωτος λίβη Aesch. — слезы легче вызвать, чем смех

        4) уготованный, т.е. неминуемый, предстоящий
        

    (πότμος Hom.)

        ἕτοιμόν ἐστιν Plat.неизбежно

        5) выполнимый, осуществимый
        

    (μῆτις Hom.)

        6) совершившийся, осуществленный, действительный
        

    ταῦτα ἑτοῖμα τετεύχαται Hom. — это действительно свершилось;

        ἦ μὲν ἀπείλησας …ἦ δ΄ ἄρ΄ ἑτοῖμα τέτυκτο Hom. — ты похвалился …да так оно и вышло

        7) ( о людях) готовый, приготовившийся, расположенный
        

    (τινί Pind., Her., ἔς τι Her., πρός τι Xen. и ποιεῖν τι Soph., Eur., Her., Plat.)

        οἱ ὑπακούειν ἑτοιμότεροι Thuc. — обнаруживающие полную готовность подчиниться;
        τὸ μέ βλέπειν ἑτοίμα Soph. (Электра), готовая не видеть (света), т.е. умереть

        8) решительный, окончательный
        

    (γνώμη Thuc.; λῆμα Arph.)

    Древнегреческо-русский словарь > ετοιμος

См. также в других словарях:

  • λάρνακες — λάρναξ coffer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… …   Dictionary of Greek

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

  • ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …   Реальный словарь классических древностей

  • SANDAPILA — feretrum mortuorum seu loculus, in quo plebeicrum corpora portabantur ad rogum. Nempe, honestiores Romae efferebantur in lectis, torum Martial. vocat l. 8. Epigr. 44. v. 14. qui farciebatur papyrô, scitpô, aliâque materiâ combustibili,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»