-
1 κύτους
κύτοςhollow: neut gen sg (attic epic doric) -
2 люк
το άνοιγμα, η θυρίδαвыпускной горн. - της εξαγωγήςвыходной мор. - της εξόδουгрузовой - (мор.ав.) το στόμιο του κύτουςмашинный мор. - του μηχανοστασίουкартерный мор. - της ελαιολε-κάνηςсветовой - мор. το σπιράγιο (ξεν.), η αναφωτίςсходный мор. - της καθόδουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > люк
-
3 трюмный
επ.του κύτους•трюмный насос η αντλία του κύτους.
-
4 κύτος
κύτος, τό, übh. was Etwas in sich faßt, aufnimmt, κύω, Höhlung, Raum, Wölbung; von der Schildwölbung, περίδρομον κύτος κοιλογάστορος κύκλου Aesch. Spt. 477; Gefäß, Urne, τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προςῄει Ag. 790, vgl. 313; σμικρὸς προςήκεις ὄγκος ἐν σμικρῷ κύτει, Aschenurne, Soph. El. 1131; τρίποδος ἐν κοίλῳ κύτει Eur. Suppl. 1201; πλεκτόν Ion 37, λέβητος Cycl. 398; ϑώρακος Ar. Par 1224; τῆς κοιλίας, Bauchhöhle, Hices. bei Ath. III, 87 d; sp. D., γαστρός Nic. Al. 123 u. A.; πλαγκτὸν νηὸς κύτος, der Schiffsbauch, Antiphan. 6 (IX, 84), wie Archimel. 1 ( App. 15); vgl. Pol. 16, 3, 4; – in Prosa; τὸ τῆς κεφαλῆς κύτος Plat. Tim. 45 a; ϑώρακος, Brusthöhle, 69 e; vgl. Arist. H. A. 1, 7; D. Sic. 1, 35; – Achaeus bei Ath. X, 414 d sagt auch ποδῶν κύτος χρίουσιν; – auch τὸ τῆς ψυχῆς ἅπαν κύτος, der ganze Umfang der Seele, das Ganze der Seele, Plat. Tim. 44 a; ὡς αὐτῆς τῆς πόλεως οὔσης τοῦ κύτους Legg. XII, 964 e, womit Pol. 5, 29, 8 zu vgl., wo τὸ σύμπαν τῆς πόλεως κύτος τείχεσιν ἠσφάλιστο im Ggstz von προάστειον gesagt ist. – Lycophr. braucht es für Fell, 1316.
-
5 λαιμός
λαιμός, ὁ (ΛΑΩ, vgl. λάμος), Kehle, Schlund, Gurgel, βάλε δουρὶ λαιμὸν ὑπ' ἀνϑερεῶνα, Il. 13, 387, λαιμὸν ἀποτέμνειν, 18, 34, οὔπως ἂν ἔμοιγε φίλον κατὰ λαιμὸν ἰείη οὐ πόσις οὐδὲ βρῶσις, 19, 209; λαιμοὺς τεμών, Ar. Av. 1560; u. im plur., λαιμῶν ἐξάψει βρόχον, Eur. Ion 106; auch von Thieren, λαιμοὺς τρεῖς τριῶν μήλων τεμών, Suppl. 1201, wie Ap. Rh. 3, 1208; selbst von Gefäßen, λ. κύτους Philp. 58 (IX, 232). – Einzeln in sp. Prosa, wie Luc. hist. conscrib. 25 Nigr. 16.
-
6 κυτος
1) выпуклость, тж. кривизна, изгиб(κύκλου Aesch.; ἀσπίδος Eur.; τρίποδος Eur.)
2) полость(θώρακος Arph.; λέβητος Eur.)
; кузов(νηός Anth.)
3) сосуд, урнаπλεκτὸν κ. Eur. — плетенка, корзина4) вместилище, оболочка(τῆς κεφαλῆς Plat.)
τὸ ὄπισθεν κ. Arst. — затылок;τὸ τῆς ψυχῆς κ. Plat. = σῶμα5) тело6) образ, видἀνδρείῳ κύτει Soph. — в человеческом образе
-
7 λαιμος
-
8 батенсы
лес. οι δοκίδες (πλ.), οι σανίδες, τα αστραγάλια του κύτους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > батенсы
-
9 беседка
1. тех. το πλατύσκαλο, το ικρίωμαбоцманская - του ναυκλήρου, του λο-στρόμου (ξεν.)2. (крытая лёгкая постройка для отдыха) το υπόστεγο, το κιόσκι, η πέργκολα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > беседка
-
10 бимс
мор. το ζυγό, το καμάρι, η άνω εγκάρσια δοκός του σκάφουςτο μέγιστο πλάτος του πλοίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бимс
-
11 диптанк
η βαθειά δεξαμενή κύτους προς ζυγοστάθμιση ή αποθήκευση των καυσίμων (ή υδάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диптанк
-
12 жир
το λίπ/ος, το πάχοςτο ξύγκιкостный - οστών, το οστεόλιποςпищевые - ы - η τροφής, τα εδώδιμα - ηрыбий - το ιχθυέλαιο, το ψαρόλαδο, το μου-ρουνέλαιο, το μουρουνόλαδο, синтетический - συνθετικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жир
-
13 задрайка
мор. το κλείστρ/οο τύλος σφήνωσηςдверная - πόρτας/θύραςсредняя дверная клиновая - μεσαίο σφηνοειδές - θύρας/πόρταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задрайка
-
14 закрытие
1. (остановка действия, проникновения чего-л., прекращение доступа куда-л. и т.п.) το κλείσιμο, η ασφάλιση. - клапана - της βαλβίδας 2. (люковое) το κάλυμμα του στομίου του κύτους.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрытие
-
15 китовый
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > китовый
-
16 крышка
το πώμα, το κάλυμμα, разг. το καπάκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крышка
-
17 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос
-
18 настил
1. (из досок) η επίστρωση, το επίστρωματο σανίδωμα2. (из плит) το δάπεδο (με πλάκες) 3. (листовой) το έλασμα- второго дна мор. άνω - του διπυθμένου, η άνω οροφή διπυθμένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > настил
-
19 трап
I. 1. (лестница) η κλίμακαη σκάλα (ξεν.)надувной - ав. φουσκωτή -- κινδύνουпосадочный ав. - επιβίβασης2. (газонефтяной сепаратор) ο διαχωριστής αερίου από το πετρέλαιο. II.(отверстие в полу для стока воды и отвода ее в канализацию) η οπή, η τρύπα, разг. το σιφώνι, το «ποτηράκι»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трап
-
20 шахта
1. горн. το ορυχείο, το μεταλλείο 2. (судна) το φρεάτιο 3. косм. το σιλό (ξεν.) 4. тех. το φρεάτι/οдверь - ы πόρτα/θύρα - ουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > шахта
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κύτους — κύτος hollow neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκμων — I Ένα από τα τρία οστάρια που βρίσκονται στην κοιλότητα του μεσαίου αφτιού και σχηματίζουν αλυσίδα, η οποία συνδέει το εσωτερικό τοίχωμα του έξω αφτιού με το εξωτερικό τοίχωμα του λαβύρινθου. Ο ά. βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο, τα οποία είναι η… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
επιφράκτης — ο ναυτ. καθεμιά από τις αφαιρετές σανίδες που καλύπτουν το βάθος τού κύτους τού πλοίου δεξιά και αριστερά από το εσωτρόπιο*. κν. το πανιόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φράκτης. Η λ. επιφράκται μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… … Dictionary of Greek
κυτωρός — ο ναύτης πολεμικού πλοίου που έχει τη φροντίδα τού κύτους, τού αμπαριού, κυ. αμπαρτζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύτος + ωρός (< ὁρῶ), πρβλ. θυρ ωρός, πυλ ωρός] … Dictionary of Greek
μετζανί — το ναυτ. η αφαιρετή δοκός που βρίσκεται στο μέσον τού στομίου τού κύτους τού πλοίου … Dictionary of Greek
μιξόδια — και μιξούδια, τα μικροί οχετοί τριγωνικής τομής για διοχέτευση τών υδάτων τού κύτους … Dictionary of Greek
μπαλκ-κάριερ — το άκλ. ναυτ. φορτηγό πλοίο που μεταφέρει φορτίο χύμα, όπως λ.χ. δημητριακά και μεταλλεύματα, με μεγάλο άνοιγμα κύτους, με μηχανές και διαμερίσματα στην πρύμνη και με χωρητικότητα συνήθως 20.000 τόννων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ … Dictionary of Greek
ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… … Dictionary of Greek
πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek