-
1 κνιση
-
2 κνισα
κνῖσα, κνίσσαэп.-ион. κνίση (ῑ) ἥ1) чад сжигаемого жира, запах сжигаемых жертвκ. οὐρανὸν ἷκεν Hom. — благоухание жертвоприношений возносилось к небу
2) запах жареногоἀποκτενεῖς λιμῷ με καὴ τοὺς γείτονας κνίσῃ Arph. — голодом и запахом жареных кушаний ты замучишь меня и соседей
3) тук, жирγαστέρ ἐμπλείη κνίσης τε καὴ αἵματος Hom. — (козий) желудок, наполненный жиром и кровью ( род колбасы);
κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch. — обложенные жиром члены (жертвенного животного) -
3 κνισσα...
κνίσσα...κνῖσα, κνίσσαэп.-ион. κνίση (ῑ) ἥ1) чад сжигаемого жира, запах сжигаемых жертвκ. οὐρανὸν ἷκεν Hom. — благоухание жертвоприношений возносилось к небу
2) запах жареногоἀποκτενεῖς λιμῷ με καὴ τοὺς γείτονας κνίσῃ Arph. — голодом и запахом жареных кушаний ты замучишь меня и соседей
3) тук, жирγαστέρ ἐμπλείη κνίσης τε καὴ αἵματος Hom. — (козий) желудок, наполненный жиром и кровью ( род колбасы);
κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch. — обложенные жиром члены (жертвенного животного) -
4 ανηνοθε
-
5 ανηνοθεν
-
6 ικω
1) приходить, прибывать(δόμον и ἐς δόμον, ἐπὴ Θρῃκῶν τέλος Hom.)
κατὰ νῆας ἷξε θέων Hom. — (Патрокл) бежал к кораблям;ποταμοῖο κατὰ στόμα ἷξε νέων Hom. — (Одиссей) приплыл (= добрался вплавь) к устью реки;ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος Hom. — (Тлеполем), скитаясь, прибыл в Родос2) доходить, достигатьκνίση οὐρανὸν ἷκεν Hom. — (жертвенный) дым восходил до неба;
Ἰθάκης ἐς Τροίην ὄνομα ἵκει Hom. — молва об Итаке достигла Трои3) (преимущ. о чувствах) подступать, охватывать, овладеватьχόλος ἵκει τινά Hom. — гнев овладевает кем-л.;
τίνα χρειὼ τόσον ἵκει ; Hom. — кому это так понадобилось? -
7 κατακαλυπτω
(у Hom. in tmesi)1) покрывать(μεροὺς κνίσῃ Hom.)
2) закрывать, окутывать(κρᾶτα, Ἴδην νεφέεσσι Hom., τέν νύμφην Plut.; κεφαλήν NT.)
κἂν κατακεκαλυμμένος τις γνοίη погов. Plat. — даже с завязанными глазами легко узнать;τῷ λογισμῷ τούτῳ κατακαλυψάμενος Plat. — прикрывшись этим рассуждением -
8 μελδομαι
-
9 συγκαλυπτος
3[adj. verb. к συγκαλύπτω См. συγκαλυπτω] окутанный, со всех сторон обложенный(κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά Aesch.)
См. также в других словарях:
κνίση — κνί̱ση , κνῖσα steam and odour of fat fem nom/voc sg (attic epic ionic) κνί̱ση , κνῖσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κνί̱ση , κνῖσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κνί̱ση , κνισάω fill with the savour of burnt sacrifice pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσῃ — κνίζω scratch aor subj mid 2nd sg κνίζω scratch aor subj act 3rd sg κνίζω scratch fut ind mid 2nd sg κνί̱σῃ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (attic epic ionic) κνί̱σῃ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσηι — κνίσῃ , κνίζω scratch aor subj mid 2nd sg κνίσῃ , κνίζω scratch aor subj act 3rd sg κνίσῃ , κνίζω scratch fut ind mid 2nd sg κνί̱σῃ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg (attic epic ionic) κνί̱σῃ , κνῖσα steam and odour of fat fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek
Religion grecque (culte) — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religion grecque antique (culte) — Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux[1]. Ces rites ne s excluent pas, au contraire : une offrande s… … Wikipédia en Français
Sacrifice dans la religion grecque antique — Religion grecque antique (culte) Dans les formes cultuelles adoptées par la religion grecque antique, les principaux rites sont les prières, les offrandes, les sacrifices, les fêtes publiques et les jeux [1]. Ces rites ne s excluent pas, au… … Wikipédia en Français
Religión de la Antigua Grecia (culto) — Saltar a navegación, búsqueda Este artículo trata de las diferentes formas cultuales adoptadas por la religión de la Antigua Grecia. Ciertos conceptos que aquí son evocados necesitan de la lectura del artículo referente a las nociones en la… … Wikipedia Español
κνίζω — (AM κνίζω) νεοελλ. προκαλώ κνησμό, ερεθίζω το δέρμα μσν. αρχ. 1. ξύνω 2. πληγώνω, κεντώ, κάνω αμυχή αρχ. 1. (για έρωτα ή άλλα αισθήματα) πειράζω, ερεθίζω (α. «τὸν δὲ Ἀρίστωνα ἐκνιζε ἄρα τῆς γυναικὸς ταύτης ἔρως», Ηρόδ. β. «μὴ κόρος ἐλθὼν κνίσῃ»,… … Dictionary of Greek
φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… … Dictionary of Greek
ωμοθετώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ὠμοθετοῡμαι, έομαι (σε θυσία) τοποθετώ τα ωμά τεμάχια τού σφαγίου στον βωμό («ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν, μηρούς τ ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ αὐτῶν δ ὠμοθέτησαν», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) προσφέρω θυσία … Dictionary of Greek