-
1 ερειπω
(aor. 1 ἤρειψα, aor. 2 ἤρῐπον; pass.: aor. ἠρείφθην, pf. ἤρειμμαι и ἐρήριμμαι, ppf. ἠρείμμην и ἐρηρίμμην)1) разрушать(ὄχθας καπέτοιο ποσσίν Hom.; τεῖχος Hom., Xen.; πόλιν Soph.; προμαχεῶνα Her.; τὰς πλείστας τῶν οἰκιῶν Plut.)
2) уничтожать, истреблять(γένος τι Soph.)
3) med.-pass. (с aor. ἤρῐπον - эп. тж. ἔριπον) падать, валиться(ἐξ ὀχέων Hom.; ἤριπε γυιωθείς Hes.)
ἐρείπεσθαι εἴς τινα Plut. — падать на что-л.;ἐρειφθεὴς ἔν τινι Soph. — распростертый на чем-л.;γνὺξ ἔριπε Hom. — он упал на колени;ἤριπε δ΄ ὡς ὅτε τις δρῦς ἤριπεν Hom. — (Асий) рухнул словно некий дуб;μάλα μέγας ἐρείπεται κτύπος Soph. — обрушивается страшный удар4) med. нападать, бросаться(εἴς τινα Plut.)
-
2 καπετος
-
3 οχθη
ἥ1) высокий край, гребень, вал(καπέτοιο Hom.)
2) высокий берег(ποταμοῖο Hom.; Νείλου Eur.)
3) возвышенность, цепь холмов, нагорье(ὄχθαι Ταϋγέτου Pind.)
ὀρέων κισσήρεις ὄχθαι Soph. — заросшие плющем нагорья
См. также в других словарях:
Καπέτοιο — Κάπετος ditch masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπέτοιο — κάπετος ditch fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπετος — κάπετος, ἡ (Α) 1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.) 2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.) 3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού 4. σπαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή τού αρκτικού σ ] … Dictionary of Greek