-
1 θύσανοι
θύσανοςtassel: masc nom /voc pl -
2 θύσανος
θύσανος, ὁ (von ϑύω?), Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; an der αἰγίς, Il. 2, 448, an der ζώνη, 14, 181; ϑύσανοι δὲ κατῃωρεῠντο φαεινοί, vom Schilde, Hes. Sc. 225; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ ϑυσάνῳ, vom goldnen Vließe, Pind. P. 4, 231; οἱ ϑύσανοι οἱ ἐκ τῶν αἰγίδων οὐκ ὄφιές εἰσι, ἀλλ' ἱμάντινοι Her. 4, 189; δικτυωτός D. Sic. 18, 26; bei Opp. Hal. 3, 187 sind ϑύσανοι die langen Fänger des Dintenfisches.
-
3 θύσανος
θύσανος, ὁ, Troddel, Quaste, eine herabhangende u. beim Gehen sich bewegende Verzierung; ϑύσανοι δὲ κατῃωρεῠντο φαεινοί, vom Schilde; κῶας αἰγλᾶεν χρυσέῳ ϑυσάνῳ, vom goldnen Vließe; ϑύσανοι die langen Fänger des Tintenfisches -
4 σίττυβος
Grammatical information: m.Meaning: des. of a κάκκαβος-like cauldron (Antiph. 182, 7).Derivatives: Besides σίττυβον, -α, - αι as expressions for `skin. leather, leather strap, leather jacket' (H., Poll., Phot., Hdn. Gr.). Also σίσυβοι = κροσσοί, ἱμάντες, θύσανοι (Phot., Eust.); in the same meaning also σίλλυβα (s. v.), prob. through contamination.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: Starting ftom an orig. meaning `leather bag', from where `kettle, pan', Grošelj Živa Ant. 5, 230 wants to deduce the above words from a word for `goat', that would have been preserved in NGr. dial. σίτα and which he is explaining with Schwyzer KZ 58, 204 from the interjection σίττα. Here he draws also not only σίσυς and σισύρα (s. v.), but also, after the smell, σίσυνον τὸν ὀξίνην οἶνον and the plant name σισύμβριον(?). --- The word is clearly Pre-Greek; *sityub-Page in Frisk: 2,712Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίττυβος
-
5 παγ-χρύσεος
παγ-χρύσεος, ganz golden; ϑύσανοι, Il. 2, 448; μῆλα, Hes. Th. 335.
-
6 σίλλυβα
-
7 κατ-αιωρέομαι
κατ-αιωρέομαι, herabhangen; ϑύσανοι κατῃωρεῦντο Hes. Sc. 225; Ios.
-
8 εὐ-πλεκής
-
9 ἱμάντινος
ἱμάντινος, von ledernen Riemen gemacht; ϑύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.
-
10 ἠερέθομαι
ἠερέθομαι, ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch ἀερέϑομαι, vgl. ἠγερέϑομαι), hangen, schweben; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν ϑύσανοι – ἠερέϑονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέϑονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔϑειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft.
-
11 εκατομβοιος
-
12 ηερεθομαι
(только 3 л. pl. praes. и impf.) развеваться, колыхатьсяτῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι ἠερέθονται Hom. — развеваются сто кистей эгиды (Афины);
ἀκρίδες ἠερέθονται Hom. — летит (= несется) саранча;αἰεὴ ὁπλοτέρων ἀνορῶν φρένες ἠερέθονται Hom. — настроения молодых людей находятся в вечном движении, т.е. весьма непостоянны -
13 ιμαντινος
-
14 καταιωρεομαι
-
15 παγχρυσεος
-
16 облако
το νέφ/ος, η νεφέλη, разг. το σύννεφοвходить в - а ав. εισέρχομαι/μπαίνω στα - ηвыходить из - ов ав. εξέρχομαι/βγαίνω από τα - ηнад - ами ав. πάνω από τα - ηпокрытый - ами νεφοσκεπής, νεφελοσκεπήςпробивать - а ав. διαπερνώ τα - ηкометное астр. - του ΌορτРусско-греческий словарь научных и технических терминов > облако
-
17 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
18 махры
-ов πλθ. (απλ.) θύσανοι, φούντες, τούφες, κρόσια. -
19 облако
-а,. πλθ. -а, -ов ουδ.1. σύννεφο, νέφος, νεφέλη•перистые -а οι θύσανοι•
кучевые -а οι σωρείτες•
слойстые -а τα στρώματα•
дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα•
грозовые -а κεραυνοφόρα σύννεφα•
-а пыли σύννεφα σκόνης.
2. μτφ. σκιά•по лицу е пробежало облако στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά.
εκφρ.под -а; под -ами; до -ов – κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)•быть ή витать в -ах ή уноситься в -а – ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ. -
20 перистый
επ.1. φτερωτός, πτεροφόρος•-ые крылья φτερωτές πτέρυγες.
2. πτεροσχιδής (για φύλλα).εκφρ.- ые облака – οι θύσανοι (σύννεφα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θύσανοι — θύσανος tassel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek
Insect wing — Original veins and wing posture of a dragonfly. Hoverflies hovering to mate … Wikipedia
Flügel (Insekt) — Die Beschäftigung mit dem Insektenflügel gehört zu den zentralen Themen der Entomologie, der Lehre von den Insekten. Das Verständnis seiner Entstehung und seiner Formenvielfalt stellt eine große Herausforderung für viele biologische… … Deutsch Wikipedia
Insektenflügel — Die Beschäftigung mit dem Insektenflügel gehört zu den zentralen Themen der Entomologie, der Lehre von den Insekten. Das Verständnis seiner Entstehung und seiner Formenvielfalt stellt eine große Herausforderung für viele biologische… … Deutsch Wikipedia
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
άλως — Οπτικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν υπάρχουν σχηματισμοί ψηλών νεφών (θύσανοι ή θυσανοστρώματα) σε ουρανό φωτισμένο από τον Ήλιο ή τη Σελήνη. Ά., με τη στενή σημασία, και αντίστοιχα συνήθης και μεγάλη ά., λέγονται δύο φωτεινοί κύκλοι,… … Dictionary of Greek
διόσκουροι — Δίδυμοι θεοί, των οποίων ο αστερισμός αντιστοιχούσε στο ζώδιο των Διδύμων. Η λατρεία τους ήταν κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς· συναντώνται στις Ινδίες (Ασβίνοι), στους Κέλτες, που πίστευαν ότι οι Δ. είχαν γεννηθεί από τον ωκεανό, και στους… … Dictionary of Greek
θυσανοβόστρυχος — ο βοτ. σύνθετη ταξιανθία στην οποία οι θύσανοι έχουν βοστρυχοειδή διάταξη σαν τσαμπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + βόστρυχος] … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά … Dictionary of Greek