-
1 πλέκης
-
2 πλέκῃς
-
3 περι-πλεκής
περι-πλεκής, ές, = Folgdm, Nonn. D. 12, 199.
-
4 παλιμ-πλεκής
παλιμ-πλεκής, ές, zurück, entgegen geflochten, κύρτοι, Opp. Hal. 4, 47, frühere Lesart παλιμπλακής.
-
5 συμ-πλεκής
συμ-πλεκής, ές, verflochten, verbunden, Nonn.
-
6 τρι-πλεκής
τρι-πλεκής, ές, dreimal geflochten oder geknüpft, dreifach, Greg. Naz.
-
7 χορο-πλεκής
χορο-πλεκής, ές, Reigentänze knüpfend, schlingend, Nonn. D. 20, 238.
-
8 εὐ-πλεκής
-
9 νευρο-πλεκής
νευρο-πλεκής, ές, von Sehnen geflochten, ποδίστραι, Philp. 8 (VI, 107), u. öfter.
-
10 νεο-πλεκής
νεο-πλεκής, ές, neu geflochten, Nic. Al. 96.
-
11 ἀμφι-πλεκής
ἀμφι-πλεκής, ές, umschlingend, τινί, Orph. Arg. 605.
-
12 ὁμο-πλεκής
ὁμο-πλεκής, ές, zusammgeflochten, in Eins verbunden, Nonn.
-
13 ευπλεκης
-
14 νευροπλεκης
-
15 βαθυπλεκής
βᾰθυ-πλεκής, ές,A close-knit, Opp.H.4.638.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυπλεκής
-
16 νεοπλεκής
νεο-πλεκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοπλεκής
-
17 νευροπλεκής
νευρο-πλεκής, ές,A plaited with sinews, AP6.107 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νευροπλεκής
-
18 παλιμπλεκής
πᾰλιμ-πλεκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παλιμπλεκής
-
19 πολυπλεκής
πολυ-πλεκής, ές, = sq.,Aδεσμοί Nonn.D.42.452
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπλεκής
-
20 τριπλεκής
τρι-πλεκής, ές,A thrice-plaited, threefold,τ. εἶναι ἡμῶν τὸ σῶμα Sor.2.4
; three-dimensional(?),σχῆμα Procl.Theol.Plat.5.37
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπλεκής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλέκῃς — πλέκω plait pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπλεκής — εὐπλεκής, ές και επικ. τ. ἐϋπλεκής, ές (Α) 1. ο πλεγμένος καλά, αυτός που έχει καλό πλέγμα 2. (για άρμα) αυτός που έχει τις πλευρές καλά πλεγμένες 3. (μτφ. για λόγο, ποίημα κ.λπ.) αυτός που έχει συντεθεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλεκής (<… … Dictionary of Greek
νευροπλεκής — νευροπλεκής, ές (Α) πλεγμένος με νευρές, με χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + πλεκής (πρβλ. νεο πλεκής, χορο πλεκής)] … Dictionary of Greek
νεοπλεκής — νεοπλεκής, ές (Α) αυτός που πλέχθηκε πρόσφατα («νεοπλεκὴς κάλαθος», Νικ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πλεκής (< πλέκω), πρβλ. βαθυ πλεκής] … Dictionary of Greek
ομοπλεκής — ὁμοπλεκής, ές (ΑΜ) αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek
παλιμπλεκής — παλιμπλεκής, ές (Α) ο πλεγμένος προς τα πίσω («παλιμπλεκεῑς κύρτοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
περιπλεκής — ές, Μ (ποιητ. τ.) περίπλεκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
πολυπλεκής — ές, ΜΑ μσν. πολύ περίπλοκος («πολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.) αρχ. πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμ πλεκής] … Dictionary of Greek
συμπλεκής — ές, ΜΑ μπλεγμένος, μπερδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλεκής (< πλέκος, το «πλέγμα»), πρβλ. αμφι πλεκής] … Dictionary of Greek
τριπλεκής — ές, Α πλεγμένος με τρία μέρη, τρίπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλεκής (< πλέκος, τό «πλέγμα»), πρβλ. πολυ πλεκής] … Dictionary of Greek
χοροπλεκής — ές, ΜΑ (ποιητ. τ.) πιθ. αυτός που συγκροτεί χορούς ή αυτός που είναι συντεθειμένος με χορούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + πλεκής (< πλέκος < πλέκω), πρβλ. νευρο πλεκής] … Dictionary of Greek