-
1 θρυαλλις
- ίδος ἥ1) триаллида (растение, из которого приготовлялись фитили для светильников; предполож. разновидность подорожника - Plantago albicans - или коровяка - Verbascum limnense) Arst.2) фитиль для светильника(τέν θρυαλλίδα συνελκύσαι Arph.; φλὸξ θρυαλλίσι ἀναπτομένη Plut.)
-
2 εωλος
2[ἕως]1) ( о кушаньях) вчерашний, т.е. несвежий, черствый(ἄρτοι Arst.)
2) перестоявшийся, загнивающий(τὸ λιμναῖον ὕδωρ Arst.)
3) обнаруживающий признаки разложения(νεκρός Luc.)
4) чадящий, зловонный(θρυαλλίς Luc.)
5) увядающий, блеклый(στέφανος Plut.; μύρτον Anth.)
6) устаревший, несовременный, стародавний(ἀδικήματα Dem.; σοφισμάτια Luc.; ῥαψῳδίαι, πράγματα Plut.)
7) ( о человеке) сильно запоздавший Plut.8) страдающий похмельем (со вчерашней попойки)(ἕ. καὴ τεταραγμένος Plut.)
См. также в других словарях:
θρυαλλίς — plantain fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδα — θρυαλλίς plantain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδας — θρυαλλίς plantain fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδες — θρυαλλίς plantain fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδι — θρυαλλίς plantain fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδος — θρυαλλίς plantain fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδων — θρυαλλίς plantain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίσι — θρυαλλίς plantain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίσιν — θρυαλλίς plantain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρυαλλίδ' — θρυαλλίδα , θρυαλλίς plantain fem acc sg θρυαλλίδι , θρυαλλίς plantain fem dat sg θρυαλλίδε , θρυαλλίς plantain fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИХН, ЛАМПА — •Λύχνος, была у греков единственным средством освещения в их домашнем быту. В гомеровские времена употреблялись особого рода светильники (λαμπτη̃ρες), состоявшие из… … Реальный словарь классических древностей