-
1 θησαυρών
-
2 θησαυρῶν
-
3 κλοπή
A theft, : pl., ib. 402 (lyr.), E.Hel. 1175;κλοπῆς δίκη Pl.Prt. 322a
; , cf. Ar.Eq. 444, Pl.Euthphr.5d (pl.);κλοπῆς ὀφλεῖν And.1.74
;ἐπὶ κλοπῇ χρημάτων ἀποκτείνειν Lys.30.25
;κ. τῶν θησαυρῶν PAmh.2.79.63
(ii A.D.) ;σκεῦος.. ἐκφέρειν ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐπὶ κλοπήν SIG997.5
([place name] Smyrna);κλοπῆς ἐν ταῖς εὐθύναις ἑάλωκεν D.24.112
, cf. Arist.Ath.54.2, Plu.Per.32; opp. ἁρπαγή, Pl.Lg. 941b.2 of authors, plagiarism, Porph. ap. Eus.PE10.3.II secret act or transaction, fraud, ;πράγματος μεγάλου κ. Aeschin.2.57
; κλοπῇ by stealth or fraud, S.Ph. 1025, E. Ion 1254; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσθαι, i.e. to steal away, S.Aj. 246 (lyr.). -
4 ἀναπομπή
A sending up, e.g. to the metropolis, Plb.30.9.10.2 ἀ. θησαυρῶν digging up of treasures, Luc.Alex. 5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπομπή
-
5 πλοῦτος
πλοῦτος, ου, ὁ (s. prec. four entries; Hom.+) Paul, who also uses the masc., in eight passages (2 Cor 8:2; Eph 1:7; 2:7; 3:8, 16; Phil 4:19; Col 1:27; 2:2) has in the nom. and acc. the neuter τὸ πλοῦτος (AcPh 109 [Aa II/2, 42, 5]; Is 29:2 [acc. to SA; s. Thackeray 159]); Tdf., Proleg. 118; W-H., app. 158; B-D-F §51, 2; Mlt-H. 127; Gignac II 100; ‘wealth, riches’.① abundance of many earthly goods, wealth (Iren. 1, 8, 3 [Harv. I 71, 9]; Orig., C. Cels. 3, 9, 8; καὶ τὰ ἀνθρώπινα Did., Gen. 150, 8) Mt 13:22; Mk 4:19; Lk 8:14; 1 Ti 6:17; Js 5:2; Rv 18:17; 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); Hv 3, 6, 5b; 6b; m 10, 1, 4; Hs 1:8; 2:5, 7f (τὸ πλ.); ApcPt 15, 30. Leading souls (astray) Hv 3, 6, 6a (restored). πλ. τοῦ αἰῶνος τούτου 3, 6, 5a. πολυτέλεια πλούτου m 8:3; 12, 2, 1. γαυριᾶν ἐν τῷ πλούτῳ glory in wealth 1, 1, 8. Also γαυροῦσθαι ἐν τῷ πλ. 3, 9, 6. ἐπιλάθου τοῦ πλούτου καὶ τοῦ κάλλους σου AcPl Ha 2, 21; πλ. καταναλίσκεται 2, 24f; the restoration in 9, 9 is based on 2:24f.—OSchilling, Reichtum u. Eigentum in der altkirchl. Lit. 1908 (p. ix–xii for lit.); ETroeltsch, D. Soziallehren der christl. Kirchen u. Gruppen 1912; MWeber, D. Wirtschaftsethik der Weltreligionen: Archiv f. Sozialwissensch. 44, 1918, 52ff; FHauck, Die Stellung des Urchristentums zu Arbeit u. Geld 1921; ELohmeyer, Soziale Fragen im Urchristentum 1921; HGreeven, D. Hauptproblem der Sozialethik in der neueren Stoa u. im Urchristentum ’35 (slavery, property, marriage); KBornhäuser, D. Christ u. s. Habe nach dem NT ’36; HvCampenhausen, D. Askese im Urchristentum ’49. Cp. πτωχός 1.② plentiful supply of someth., a wealth, abundance, fig. ext. of 1, w. gen. of thing (Pla., Euthyphr. 12a π. τῆς σοφίας; Theoph. Ant. 2, 12 [p. 130, 6] τῆς σοφίας τοῦ θεοῦ) τῆς ἁπλότητος; 2 Cor 8:2. τῆς δόξης Ro 9:23; Eph 1:18; 3:16; Col 1:27. τῆς πληροφορίας 2:2. τῆς χάριτος Eph 1:7; 2:7. τῆς χρηστότητος Ro 2:4 (Simplicius In Epict. p. 12, 7 πλοῦτος τῆς αὐτοῦ [God] ἀγαθότητος). The genitives in Ro 11:12, πλ. κόσμου, πλ. ἐθνῶν are different: (an) abundance (of benefits) for the world, for the gentiles. Of that which God or Christ possesses in boundless abundance: βάθος πλούτου vs. 33 (s. βάθος 2 and cp. Jos., Bell. 6, 442 ὁ πλοῦτος ὁ βαθύς).—Phil 4:19.—Eph 3:8; Rv 5:12 (w. δύναμις, σοφία, ἰσχύς, τιμή, δόξα, εὐλογία. Cp. Aristot., Pol. 1323a, 37f πλοῦτος, χρήματα, δύναμις, δόξα; Herodas 1, 28 πλοῦτος, δύναμις, δόξα; Crantor [IV/III B.C.]: FPhGr III 148 πλοῦτος κ. δόξα; Diod S 4, 74, 1 πλ. κ. δόξα).—μείζονα πλ. ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ he considered the reproach suffered on behalf of the Christ to be greater wealth than the treasures of Egypt Hb 11:26.—TESchmidt, Hostility to Wealth in Philo of Alexandria: JSNT 19, ’83, 85–97; for other lit. s. πένης. B. 772. DELG. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
θησαυρῶν — θησαυρός store masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… … Dictionary of Greek
Άρπαλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο πρεσβύτερος (αρχές 4ου αι. π.Χ.). Πατέρας του Κάλα, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και θείος του Α. του νεότερου. 2. Α. ο νεότερος (;354 – 323 π.Χ.). Γιος του Μαχάτα, απόγονου του ήρωα Ελίμου. Παιδικός φίλος… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Comes sacrarum largitionum — The insignia of the comes s. largitionum in the Notitia Dignitatum: money bags and pieces of ore signifying his control over mines and mints, and the codicil of his appointment on a stand The comes sacrarum largitionum ( Count of the Sacred… … Wikipedia
RIK 2 — Création 1992 Langue Grec Turc Anglais Pays … Wikipédia en Français
Комит священных щедрот — Знаки отличия комита священных щедрот согласно Notitia Dignitatum: сумка с деньгами и куски руды, символизирующие контроль над шахтами и монетными двора … Википедия
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αναπομπή — η (Α ἀναπομπή) [ἀναπέμπω] το να στέλνεται κάτι προς τα επάνω, εκπομπή προς τα επάνω, ανάδοση νεοελλ. εκτέλεση μουσικών κομματιών (ύμνων, ψαλμών κ.λπ.) προς τιμήν τού Θεού ή υψηλών προσώπων αρχ. 1. αναγωγή, αναφορά 2. φρ. «αναπομπή θησαυρών»,… … Dictionary of Greek
αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… … Dictionary of Greek