-
61 κοινωνικός
η, ό[ν]1) общественный, социальный;κοινωνικές σχέσεις — общественные отношения;
κοινωνικό καθεστώς ( — или σύστημα) — общественный строй;
κοινωνικές ασφαλίσεις — социальное страховсшие;
κοινωνικές υπηρεσίες — или κοινωνική πρόνοια — социальное обеспечение;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
κοινωνική ζωή — или κοινωνικ βίος — общественная, социальная жизнь;
κοινωνικές τάξεις (επιστήμες) — общественные классы (науки);
κοινωνική παραγωγή — общественное производство;
κοινωνική ιδιοκτησία — общественная собственность;
κοινωνική θέση — социальное положение;
κοινωνικά φρονήματα — политические убеждения;
πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων — справка (полиции) о политической благонадёжности;
2) общительный;κοινωνικός χαρακτήρας — общительный характер
-
62 κοντός
I, ή, ό[ν]1) низкий, небольшой;κοντου αναστήματος — низкого роста;
2) короткий, недолгий (о времени);κοντή ζωή — короткая жизнь;
§ κοντός ψαλμός αλληλούια — не нужно много слов
κοντός2II ο1) шест; жердь; 2) багор;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
3) древко;κοντός2 του δόρατος (της σημαίας) — древко копья (знамени)
-
63 κοσμικός
η, ό[ν]1) космический;κοσμική ταχύτητα — космическая скорость;
ομαδική κοσμική πτήση — групповой космический полёт;
κοσμικές ακτίνες — космические лучи;
κοσμικός πύραυλος — космическая ракета;
κοσμικό σύστημα — космическая система;
2) светский;κοσμική κυρία (ζωή) — светская дама (жизнь);
κοσμικοί κύκλοι — светское общество;
κοσμική κίνηση — хроника светской жизни, светские новости;
3) светский, мирской;§ κοσμικό κέντρο — аристократический центр (кафе, ресторан, курорт и т. п.)
-
64 λυπώ
(ε) μετ. огорчить, печалить;1) — жалеть (кого-л.);λυπ6*μαι, λυπώ ιέμαι, λυπώ ούμαι 1. μετ.
сочувствовать (кому-л.);σε λυπούμαι — мне тебя жаль;
2) жалеть, беречь;щадить;δεν λυπαμαι τη ζωή μου — не щадить своей жизни;
λυπαται τη δραχμή — он трясётся над каждой драхмой;
3) сожалеть;λυπούμαι πολύ πού... — я очень сожалею, что..., мне очень жаль, что...;
2. αμετ. огорчаться, печалиться -
65 μακρόχρονος
η, ο [ος, ον ] см. μακροχρόνιος;μακρόχρονη ζωή — долгая жизнь
-
66 μαρτυρικός
η, ό[ν]1) свидетельский;μαρτυρική κατάθεση — свидетельское показание;
2) перен. мученический; мучительный, невыносимый;μαρτυρική ζωή — невыносимая жизнь;
μαρτυρικός θάνατος — мучительная смерть
-
67 νομαδικός
η, ό[ν] кочевой, бродячий;διάγω νομαδικό βίο ( — или νομαδική ζωή) — вести бродячую жизнь, кочевать
-
68 ξεκούραστος
η, ο1) отдохнувший; 2) лёгкий, без трудностей;ξεκούραστοςη δουλειά — лёгкая работа;
ξεκούραστοςη ζωή — благополучная, беззаботная жизнь
-
69 οικονομικός
η, ό[ν]1) экономический; финансовый;οικονομικά μέσα — финансовые средства;
οικονομική ανεξαρτησία — экономическая независимость;
οικονομικός αποκλεισμός — экономическая блокада;
οικονομικός εκβιασμός — экономический шантаж;
2) экономичный, выгодный; дешёвый;οικονομικές τιμές — доступные цены;
αυτό το ύφασμα είναι πολύ οικονομικό — эта ткань очень дешёвая;
περνάει οικονομική ζωή — он очень скромно живёт
-
70 παραδεισένιος
α, ο, παραδεισένιοςεισιακός, ή, ό[ν], παραδεισένιοςείσιος, α, ο [ος, ον ] райский, прекрасный;παραδεισένιοςείσια ομορφιά — изумительная красота;
ζωή παραδεισένιοςείσια — райская жизнь
-
71 πικρός
η, ό [ά, όν ]1) горький (на вкус); 2) перен. горький, печальный; горемычный;πικρή ζωή — горькая жизнь;
3) вредный, вредоносный;4) едкий, колкий; язвительный; жёлчный -
72 πνευματικός
η, ό[ν] 1.1) умственный, интеллектуальный;πνευματική εργασία — умственный труд;
πνευματικες ικανότητες — умственные способности;
2) духовный, нравственный; культурный;οι πνευματικες ανάγκες ( — или απαιτήσεις) — духовные потребности;
η πνευματική συγγένεια — духовная близость;
πνευματική ζωή — духовная жизнь;
πνευματική καλλιέργεια — духовная культура;
πνευματικό κέντρο — культурный центр;
3) тех пневматический;§ πνευματική ιδιοκτησία — авторские права;
2. (ο) исповедник, духовник -
73 ριψοκινδυνεύω
1, αμετ.1) подвергаться опасности; 2) рисковать, отваживаться; 2. μετ. подвергать опасности;ριψοκινδυνεύω τή[ν] ζωή[ν] μου — рисковать жизнью
-
74 σκυλήσιος
-
75 στερημένος
η, ο1) лишённый (чего-л.); 2) полный лишений;περνώ μιά ζωή στερημένη — влачить жалкое существование, терпеть жизнь полную лишений, жить в большой нужде
-
76 συζυγικός
-
77 συναισθηματικός
η, ό[ν]1) эмоциональный, полный чувств, переживаний;συναισθηματική ζωή — жизнь, полная эмоций;
συναισθηματικός κόσμος — мир эмоций;
2) (излишне) чувствительный, сентиментальный;συναισθηματικός τύπος — сентиментальный человек
-
78 συνεφέρνω
(αόρ. (ε)συνέφερα) 1. μετ. приводить в чувство;συνεφέρνω στη ζωή — возвращать к жизни;
2. αμετ. приходить в себя -
79 σφύζω
(αόρ. έσφυζα) αμετ.1) биться, пульсировать, 2) перен. бить ключом, кипеть энергией;σφύζω από ζωή — быть полным жизни
-
80 τακτική
η1) тактика (тж. воен.);επιθετική τακτική — наступательная тактика;
2) порядок, налаженность (жизни);δεν έχει τακτική στη ζωή του — в жизни у него нет порядка;
3) манера, привычка;τέτοια είναι η τακτική του — у него такая манера
См. также в других словарях:
Ζωῇ — Ζωή living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωῇ — ζωή living fem dat sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῴη — ζωή living fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek
ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζώῃ — ζώω gu̲ie pres subj mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres ind mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει … Dictionary of Greek
Λάσκαρη, Ζωή — (Θεσσαλονίκη 1943 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού Ζωής Κουρούκλη. Εξαδέλφη της ομώνυμης τραγουδίστριας της δεκαετίας του 1960, υιοθέτησε νέο επώνυμο και ξεκίνησε την καριέρα της με μια βράβευση στα καλλιστεία του 1959 (Σταρ Ελλάς).… … Dictionary of Greek