-
1 ευτυχία
εὐτυχίᾱ, εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc /acc dualεὐτυχίᾱ, εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐτυχίαι, εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc plεὐτυχίᾱͅ, εὐτυχίαgood luck: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εὐτυχία
1 successκεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν O. 6.81
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.10
φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 13. -
3 εὐτυχία
Βλ. λ. ευτυχία -
4 εὐτυχίᾳ
Βλ. λ. ευτυχία -
5 εὐτυχία
A good luck, success, Pi.O.6.81, Hdt.1.32, Th.7.77, etc.;τὴν ἀτυχίαν εἰς εὐ. αἰτοῦμαι μεταστῆναι Antipho 2.4.4
; defined, Arist.Rh. 1361b39; ἐπ' εὐτυχίᾳ, -ίαισιν, E.IT 1490 (anap.), Ar.Ec. 573 (lyr.);πολλῇ εὐ. χρῆσθαι Pl.Men. 72a
; κατά τινα θείαν εὐ. Id.Lg. 798b; ἡ κατὰ πόλεμον εὐ. Th.1.120: pl., pieces of good luck, successes, Id.2.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτυχία
-
6 ευτυχία
1) fortune2) happinessΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευτυχία
-
7 ευτυχίας
εὐτυχίᾱς, εὐτυχίαgood luck: fem acc plεὐτυχίᾱς, εὐτυχίαgood luck: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 εὐτυχίας
εὐτυχίᾱς, εὐτυχίαgood luck: fem acc plεὐτυχίᾱς, εὐτυχίαgood luck: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 ευτυχίαι
εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc plεὐτυχίᾱͅ, εὐτυχίαgood luck: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 εὐτυχίαι
εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc plεὐτυχίᾱͅ, εὐτυχίαgood luck: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 ευτυχίαν
-
12 εὐτυχίαν
-
13 ευτυχίη
εὐτυχίαgood luck: fem nom /voc sg (epic ionic)——————εὐτυχίαgood luck: fem dat sg (epic ionic) -
14 ευτυχιών
-
15 εὐτυχιῶν
-
16 ευτυχίαις
-
17 εὐτυχίαις
-
18 ευτυχίαισιν
-
19 εὐτυχίαισιν
-
20 ευτυχίηι
См. также в других словарях:
εὐτυχία — εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc/acc dual εὐτυχίᾱ , εὐτυχία good luck fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυχία — η (ΑΜ εὐτυχία, Α ιων. τ. εὐτυχία, Μ και εὐτυχιά) [ευτυχώ] το να είναι κάποιος ευτυχής, καλή τύχη, ευημερία, ευδαιμονία, επιτυχία τού σκοπού (α. «ευτυχία να πιθυμάη και ποτέ να μη τήν δει», Σολωμ. β. «τήν ἀτυχίαν εἰς εὐτυχίαν αἰτοῡμαι μεταστῆναι» … Dictionary of Greek
εὐτυχίᾳ — εὐτυχίαι , εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυχία — η 1. καλή τύχη, ευδαιμονία, καλοπέραση, επιτυχία: Σας εύχομαι υγεία κι ευτυχία. 2. αγαθή έκβαση, επιτυχία (αντίθ. ατυχία) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὐτυχία πολύφιλος. — См. Кому счастье дружит, тому и люди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἐν εὐτυχίᾳ φίλον εὑρεῖν εὐπορώτατον, ἐν δὲ δυστυχίᾳ πάντων ἀπορώτατον. — См. Кому счастье дружит, тому и люди … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εὐτυχίας — εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem acc pl εὐτυχίᾱς , εὐτυχία good luck fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχίαι — εὐτυχία good luck fem nom/voc pl εὐτυχίᾱͅ , εὐτυχία good luck fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχίαν — εὐτυχίᾱν , εὐτυχία good luck fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχιῶν — εὐτυχία good luck fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχίαις — εὐτυχία good luck fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)