-
41 ευσχημονεστέραν
-
42 εὐσχημονεστέραν
-
43 ευσχημονεστέροις
-
44 εὐσχημονεστέροις
-
45 ευσχημονεστέρω
-
46 εὐσχημονεστέρῳ
-
47 ευσχημονέσταται
-
48 εὐσχημονέσταται
-
49 ευσχημονέστατοι
-
50 εὐσχημονέστατοι
-
51 ευσχημονέστεροι
-
52 εὐσχημονέστεροι
-
53 ευσχημονέστερος
-
54 εὐσχημονέστερος
-
55 ευσχημόνων
-
56 εὐσχημόνων
-
57 ευσχημόνως
-
58 εὐσχημόνως
-
59 ευσχήμονας
-
60 εὐσχήμονας
См. также в других словарях:
ευσχήμων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διετέλεσε επίσκοπος στη Λάμψακο της Μικράς Ασίας. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαρτίου. * * * εὐσχήμων, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει ωραίο σχήμα, ωραία εμφάνιση 2. ευπρεπής, κόσμιος στην εμφάνιση και στη… … Dictionary of Greek
εὐσχήμων — εὔσχημος masc/fem/neut gen pl εὐσχήμων elegant in figure masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονεστέρων — εὐσχήμων elegant in figure fem gen comp pl εὐσχήμων elegant in figure masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονέστατα — εὐσχήμων elegant in figure adverbial superl εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονέστατον — εὐσχήμων elegant in figure masc acc superl sg εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονέστερα — εὐσχήμων elegant in figure adverbial comp εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονέστερον — εὐσχήμων elegant in figure masc acc comp sg εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχήμονα — εὐσχήμων elegant in figure neut nom/voc/acc pl εὐσχήμων elegant in figure masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονεστάτης — εὐσχήμων elegant in figure fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονεστάτοις — εὐσχήμων elegant in figure masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχημονεστάτους — εὐσχήμων elegant in figure masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)