-
21 εἰμι
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰμι
-
22 εἰμὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰμὶ
-
23 εἰμί
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰμί
-
24 εἰμι
Βλ. λ. ειμι -
25 εἴμι
Βλ. λ. είμι -
26 εἶμι
Βλ. λ. είμι -
27 εἷμι
Βλ. λ. είμι -
28 εἰμί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εἰμί
-
29 ειμί
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ειμί
-
30 ειμί
(ει, εστί[ν], εσμέν, εστέ, εισί[ν] уст. см. είμαι;§ τίς и; кто идёт?; ουκ έστιν άλλως γενέσθαι иначе быть не может; τοδτ' εστί и τουτέστιν то есть; εστίν ότε иногда -
31 εἰμί
быть, существовать, находиться; часто не переводится.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰμί
-
32 εἰμί
я есть (с род. п.) принадлежу кому -
33 εἶμι
-
34 εἰμι (εἶναι)
+ V 1730-1486-1362-1167-1202=6947 Gn 1,2.6.7.14.15to be, to exist Gn 1,7; to be [+pred.] Gn 1,2; to be [+adv.] Jb 9,2; to be occupied with [τινος] 2 Chr 30,17;to have [τινι] Jb 1,12; ἔστι (impers.) it is possible Wis 5,10Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν I am the one who is, I am the being Ex 3,14; πρὸς ἐμοῦ ἔσται ὁ ἀνήρ μου my husband will be with me or will become attached to me Gn 29,34; ἐσόμεθα τοῦ σῶσαί σε we shall be there to save you 2 Sm 10,11; ἐγώ εἰμι see ἐγώ*Is 4,5 καὶ ἔσται and it shall be-והיה for MT יהוהyhwh, see also Jl 4,11; *Is 16,4 ἔσονται they shall be-יהיוfor MT הוי ⋄הוה beCf. AERTS 1965, 52-209; HORSLEY 1989, 56; LE BOULLUEC 1989, 92; KILPATRICK 1963=1990 27;→NIDNTT; TWNT(→ἀπ-, ἐνεἰμι (εἶναι), ἐξεἰμι (εἶναι), ἐπεἰμι (εἶναι), παρεἰμι (εἶναι), περιεἰμι (εἶναι), συμπαρεἰμι (εἶναι), συμπροσεἰμι (εἶναι), συνεἰμι (εἶναι),,) -
35 εἰμι (ἰέναι)
+ V 1-0-0-1-0=2 Ex 32,26; Prv 6,6to go; fut. of ἔρχομαι; see ἴθι(→ἀνεἰμι (ἰέναι), ἀπ-, διεξ-, εἰσεἰμι (ἰέναι), ἐξεἰμι (ἰέναι), ἐπεἰμι (ἰέναι), παρεἰμι (ἰέναι), περιεἰμι (ἰέναι), προσεἰμι (ἰέναι),,) -
36 πρός-ειμι
πρός-ειμι (s. εἶμι), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόςιϑ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόςεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., πρόςειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλϑαίας δόμους προςῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: ὅταν αὐτῷ προςίῃ τὸ ἐναντίον, Plat. Phaed. 102 e; προςιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; π ροςιτέον ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προςῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ δέλεαρ, 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προςιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προςιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; φόρος προςῄει, Andoc. 3, 9; προςιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
-
37 πρός-ειμι [2]
πρός-ειμι (s. εἰμί), daran, dabei sein, τινί; τῷ προςιόντι προςεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' αὖτε χέρσῳ καὶ προςῆν, Aesch. Ag. 544; τοῠ λόγου δ' οὐ χρὴ φϑόνον προςεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προςεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ λύπη πρός-εστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόςεστιν, Phoen. 532; χάρις οὐ πρόςεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προςῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προςίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόςεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προςῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προςὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9.
-
38 πρό-ειμι
πρό-ειμι (s. εἶμι), vorgehen, weiter-, vorausgehen, vorrücken; προϊόντος τοῠ χρόνου, im Verlaufe der Zeit, Her. 3, 96; προϊούσης τῆς πόσιος, 6, 129, wie Plat. Legg. II, 671 a : προϊούσης τῆς νυκτός, Xen. An. 2, 2, 19, vgl. Cyr. 1, 5, 2. 8, 4, 13; πρόιϑί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσϑεν, Plat. Gorg. 497 a; Soph. 261 b u. öfter; προϊόντος τοῠ λόγου, im Fortgange oder Verlaufe der Rede, Plat. Phaedr. 238 d Prot. 339 c u. öfter; εἰς ἄπειρον πρόεισιν, es geht ins Unendliche, Arist. 1, 2. 7; auch τὸν ἐξ οἰκέτου δεσπότην προϊόντα, Luc. Nigr. 20, der aus einem Sklaven zum Herrn vorgerückt, ein Herr geworden ist; οἱ προϊόντες πρὸς τὴν ἀρχήν, sind die Bewerber um das Amt, die Candidaten, Pol. 2, 2.
-
39 πρό-ειμι [2]
πρό-ειμι (s. εἰμί), vorher sein, Sp., wie Clem. Al. Als Tmesis rechnet man πρό τ' ἐόντα Il. 1, 70 hierher.
-
40 προς-άν-ειμι
προς-άν-ειμι (s. εἶμι), dazu hinausgehen; Thuc. 7, 44, D. Cass. 56, 13.
См. также в других словарях:
είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek
εἰμί — εἰμι , εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴμι — εἰμι , εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἷμι — εἶμι , εἶμι ibo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειμι — εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰμι — εἰμί sum pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἶμι — ibo pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειμί — βλ. είμαι … Dictionary of Greek
Οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. — οὐ μάντις ἐιμἰ τ’ ἀφανῆ γνῶσαι σαφῶς. См. Эдип … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἰόν — εἶμι ibo pres part act masc voc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg εἰμί sum pres part act masc voc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) ἰός 1 arrow masc acc sg ἰός 1 arrow neut nom/voc/acc sg ἰ̱όν , ἰός 2… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰόντα — εἶμι ibo pres part act masc acc sg εἶμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl εἰμί sum pres part act masc acc sg (doric) εἰμί sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)