-
61 ειδώλοις
-
62 εἰδώλοις
-
63 ειδώλοισι
-
64 εἰδώλοισι
-
65 ειδώλοισιν
-
66 εἰδώλοισιν
-
67 ειδώλου
-
68 εἰδώλου
-
69 ειδώλω
-
70 εἰδώλῳ
-
71 ειδώλωι
-
72 εἰδώλωι
-
73 ειδώλων
-
74 εἰδώλων
-
75 1497
{сущ., 11}идол, образ, изображение, кумир.Ссылки: Деян. 7:41; 15:20; Рим. 2:22; 1Кор. 8:4, 7; 10:19; 12:2; 2Кор. 6:16; 1Фес. 1:9; 1Ин. 5:21; Откр. 9:20.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1497
-
76 αἰών
αἰών (ὁ, ἡ. αἰών, -ῶνος, -ῶνα)a span, course of lifeαἰὼν δ' ἔφεπε μόρσιμος O. 2.10
ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα O. 2.67
μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε P. 3.86
τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ P. 4.186
κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο P. 5.7
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.75
ἐκ πόνων δ' τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
ἐπεὶ τούτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τοὐρανῷ, εἵλετ' αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.42
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2. ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον existence fr. 131b. 2. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (sc. a Dryad nymph.) fr. 165.b marrow αἰὼν δὲ δἰὀστέων ἐρραίσθη fr. 111. 5. -
77 ἀτάρ
ᾰτᾰρ adversative,1 yeta εὕδει δὲ (sc. αἰῶνος εἴδωλον) πρασσόντων μελέων, ἀτὰρ εὑδόντεσσιν δείκνυσι τερπνῶν ἐφέρποισαν χαλεπῶν τε κρίσιν fr. 131 b. 3.Κύπρῳ, ἔνθα Τεῦκρος ἀπάρχει.ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει N. 4.47
Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον· ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας N. 7.39
b answeringμέν. οἵ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.cἀτὰρ γε. ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν Θυώνᾳ P. 3.98
-
78 ἔτι
a hereafterἄρουραν ἔτι πατρίαν σφίσιν κόμισον λοιπῷ γένει O. 2.14
ὀφείλει δ' ἔτι θαμὰ μὲν Ἰσθμιάδων δρέπεσθαι κάλλιστον ἄωτον N. 2.6
εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
b still, yet with verbs.εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων P. 3.63
καὶ ζώων ἔτι νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.25
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
]υἱὸν ἔτι τέξει Pae. 10.21
ἀέ]ξετ' ἔτι, Μοῖσαι, θάλος ἀοιδᾶν[ Δ. 1. 14.c even with comparative.ἔτι γλυκυτέραν O. 1.109
ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57
ὅμως Θήβαν ἔτι μᾶλλον ἐπασκήσει fr. 194. 5.d c. neg. no longerἀρχοὶ δ' οὐκ ἔτ ἔσαν Ταλαοῦ παῖδες N. 9.14
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47
ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.e fragg. μνᾶμ' ἔτι του[ Πα. 13c. 13.ἔτι δ' ἀνδρ[ Pae. 21.21
-
79 ζωός
1 alive, livingὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.10
ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2. δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πέτραι: the Symplegades) P. 4.209 n. pro subs., living creature,ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
-
80 λείπω
λείπω (λείποι; λείποντ(α): impf. λεῖπε: aor. (ἔ)λᾰπον; λᾰποι; λᾰπών, -όντες; λᾰπεῖν: pass. λείπεται: λειπόμενον: aor. λείφθη; λειφθείς.)a leave, abandonτὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.45
ματέρ' εὐμήλοιο λείποντ Ἀρκαδίας (byz.: λιπόντ codd.) O. 6.100κράναν Ὑπερῇδα λιπών P. 4.125
πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον N. 5.15
οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29
pass.,μή τινα λειπόμενον τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186
c. gen., “χρήματα χρήματ' ἀνήρ, ὃς φᾶ κτεάνων θ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων” bereft of I. 2.11 generally, εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι (sc. θεός σε) O. 1.108Χαρίτων κελαδεννᾶν μή με λίποι καθαρὸν φέγγος P. 9.90
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον ( κατέλιπον Σ paraphr.: τι λίπον Schr.: ἐπέλιπον Snell) I. 8.56 Παιὰν δὲ μήποτε λείποι Πα. 2. 3,, 1. φιλάνορα δ' οὐκ ἔλιπον βιοτάν (sc. οἱ δελφῖνες) fr. 236. c. acc. & pr. adj./adv.,καὶ γὰρ βιατὰς Ἄρης, τραχεῖαν ἄνευθε λιπὼν ἐχγέων ἀκμάν, ἰαίνει καρδίαν P. 1.10
καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59
b leave behind, leave alive “χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα” sc. Zeus and Poseidon Pae. 4.45 pass.,λείφθη δὲ Θέρσανδρος O. 2.43
ζωὸν δ' ἔτι λείπεται αἰῶνος εἴδωλον fr. 131b. 2.c fragg. ] λιπεῖν ὁτ[ (Π̆{pc}: λείπειν Π.) Πα. 21.. λειπ[ Πα. 13a. 6.d in tmesis. ἀπὸ ψυχὰν λιπὼν (v. ἀπολείπω) P. 3.101
См. также в других словарях:
εἴδωλον — phantom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοιο — εἴδωλον phantom neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοις — εἴδωλον phantom neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισι — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλοισιν — εἴδωλον phantom neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλου — εἴδωλον phantom neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλων — εἴδωλον phantom neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδώλῳ — εἴδωλον phantom neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴδωλα — εἴδωλον phantom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
идол — божок, кумир; болван, дурак [бран.] ; идолище чудовище (часто в народн. творчестве), блр. iдол дьявол , др. русск., ст. слав. идолъ εἴδωλον (Супр.). Из греч. εἴδωλον; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 65. Из идолище произошло Одолище, возм., под влиянием… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера