-
1 εισοικησις
-
2 αοικος
21) лишенный крова, бездомный Hes., Eur., Plat., Arst., Plut.ἐπὴ ξένης χώρας ἄ. Soph. — бездомный изгнанник
2) негодный для жилья(εἰσοίκησις Soph.)
См. также в других словарях:
εισοίκησις — εἰσοίκησις, η (Α) τόπος για οίκηση, κατοικία … Dictionary of Greek
εἰσοίκησις — place for dwelling in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοικήσει — εἰσοίκησις place for dwelling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσοικήσεϊ , εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (epic) εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (attic ionic) εἰσοικέω settle in aor subj act 3rd sg (epic) εἰσοικέω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσοίκησιν — εἰσοίκησις place for dwelling in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… … Dictionary of Greek