-
1 εισβολη
ион. и староатт. ἐσβολή, дор. εἰσβολά ἥ1) вторжение, нападение(εἰς χώραν τινά Her., Thuc., Xen.; ξενικός Eur.)
εἰσβολαὴ σοφισμάτων Arph. — софистические приемы2) вход, проход, доступ(ἐκ τῆς Μακεδονίης ἐς Θεσσαλίην Her.; ἀμήχανος Xen.)
3) место впадения, устье(τῶν ποταμῶν Polyb.)
4) вступление, начало(εἰσβολαὴ γὁων, v. l. λόγων Eur.)
-
2 εισβολή
η1) вторжение; нашествие; набег; 2) приступ (лихорадки и т. п.) -
3 εισβολή
[изволи] ουσ θ вторжение. -
4 εισβολα
-
5 δυσεργος
21) трудно исполнимый, затруднительный, трудный(εἰσβολή Polyb.; βοήθεια Plut.)
2) с трудом поддающийся обработке(σίδηρος Plut.)
3) с трудом (плохо) работающий, вялый(τὸ σῶμα - acc. Plut.)
См. также в других словарях:
εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)