-
1 εισβολή
-
2 εἰσβολῇ
-
3 εισβολή
-
4 εἰσβολή
-
5 εἰσβολή
A inroad, invasion, Hdt.6.92, E. Ion 722 (lyr.), etc.;ποταμῶν Plb.4.40.9
;διὰ τὴν ἐς Σάρδις ἐσβολήν Hdt.7.1
;ἐ. ποιεῖσθαι τῇ πόλει Th.8.31
codd.; irruption of false opinions, Polystr.p.19W.; of an illness, attack, Aret.SD2.12, CA1.1.2 entrance, pass,ἐ. ἐξ ὀρέων στεινῶν ἐς πεδίον Hdt.2.75
; ἡ ἐ. ἡ Ὀλυμπική the pass of Mount Olympus, Id.7.172, cf. Th.3.112;Συμπληγάδων ἐ. E.Med. 1264
(lyr.): pl., of Thermopylae, Hdt.7.176, cf. 1.185, 2.141, Jul.Or.2.98b.b pl., mouth of a river, v.l. for ἐκβ. in Hdt.7.182.3 entering upon a thing, beginning,καινὰς ἐσβολὰς ὁρῶ λόγων E.Supp.92
; (lyr.);σοφισμάτων Ar.Ra. 1104
; κανόνων ib. 956; proem, preface, of a play, Antiph.191.20, cf. D.H.Lys.17 (pl.), Longin.38.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσβολή
-
6 εισβολή
invasionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εισβολή
-
7 εισβολήι
-
8 εἰσβολῆι
-
9 εισβολής
-
10 εἰσβολῆς
-
11 εισβολήσι
-
12 εἰσβολῇσι
-
13 εισβολαίς
-
14 εἰσβολαῖς
-
15 εισβολαί
-
16 εἰσβολαί
-
17 εισβολών
-
18 εἰσβολῶν
-
19 εισβολάν
-
20 εἰσβολάν
См. также в других словарях:
εἰσβολῇ — εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολή — inroad fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισβολή — Νομικός όρος που χρησιμοποιείται και ως όρος του ευρύτερου χώρου των κοινωνικών επιστημών. Στο ποινικό δίκαιο η λέξη ε. έχει πολλές ειδικές έννοιες. Γενικότερα σημαίνει την είσοδο σε χώρους, ιδιαίτερα όταν είναι προφυλαγμένοι με οποιονδήποτε… … Dictionary of Greek
εισβολή — η 1. εχθρική είσοδος σε κάποια χώρα, επιδρομή. 2. μτφ., ξαφνική εμφάνιση, απότομη έναρξη: Εισβολή πυρετού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσβολῆι — εἰσβολῇ , εἰσβολή inroad fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαῖς — εἰσβολή inroad fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολαί — εἰσβολή inroad fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῆς — εἰσβολή inroad fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῇσι — εἰσβολή inroad fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολήν — εἰσβολή inroad fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσβολῶν — εἰσβολή inroad fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)