-
1 σπείρω
Aσπείρεσκον Hdt.4.42
: [tense] fut.σπερῶ E.El.79
, Pl.Phdr. 276d; [dialect] Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec. 202: [tense] aor. (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti. 41c: [tense] pf.ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1
, etc.:—[voice] Med., [tense] aor. inf.σπείρασθαι A.R.3.1028
; [tense] aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—[voice] Pass., [tense] fut.σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14
, ([etym.] δια-) D.S.17.69: [tense] aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT 1498, Th.2.27: [tense] pf. , Ar.Ra. 1206, Pl.Lg. 693a, etc.:— sow,I sow seed, c. acc., [ κέγχρους] Hes.Sc. 399;σῖτον Hdt.4.17
; ; of Cadmus,σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba. 264
(so in [voice] Med.,σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028
): abs., sow, Hes.Op. 391; opp. θερίζω, Ar.Av. 710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.);καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr. 260d
; : prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους ς. Pl.Lg. 838e; σ. κατὰ πετ ρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf.σπέρμα 1.1
), Luc.Am. 20.2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj. 1293, Tr.33, E. Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 ([place name] Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα ς. Pl.Lg. 841d:—[voice] Pass., spring or be born,ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT 1498
, cf. E. Ion 554 (troch.), Pl.R. 460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα.. σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.3 scatter like seed, strew,χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107
;σ. φλόγα Trag.Adesp.85
; of liquids, scatter or sprinkle,ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr. 167
; spread abroad, extend,σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13
; spread rumour,σ. ματαίαν βάξιν S.El. 642
; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr. 653:—[voice] Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ.. πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; ; of persons,ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27
;ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22
; κατὰ χώραν ib.6.2.17;ἔσπαρται λόγος E.Fr. 846
ap.Ar.Ra. 1206.II sow a field, ; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; ; : prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph.,καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V. 1044
;σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg. 777e
;τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d
.2 of procreation,ματρὸς.. σ. ἄρουραν A.Th. 754
;σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18
;σ. λέχη Id. Ion64
; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2. -
2 ἀρόω
Aἀρώμεναι Hes.Op.22
: [tense] fut.ἀρόσω AP9.740
(Gem.), - ώσω or - όσσω ib.7.175 (Antiphil.): [tense] aor. , Pi.N.10.26, S.OT 1497, etc. (), [dialect] Ep. inf.ἀρόσσαι A.R.3.497
:—[voice] Pass., [tense] pres.ἀροῦται Din.1.24
: [tense] aor. , S.OT 1485: [dialect] Ion. [tense] pf. part.ἀρηρομένος Il.18.548
, Hdt.4.97:—plough, till,οὔτε φυτεύουσιν.. οὔτ' ἀρόωσιν Od.9.108
: metaph. of poets, Μοίσαισιν ἔδωκ' ἀρόσαι gave them work to do (cf. ἀρότης), Pi.N.10.26;πόντος.. ἠρόθη δορί A.
l. c.II sow,ἀροῦν εἰς Ἀδώνιδος κήπους Pl. Phdr. 276b
:—metaph. in [voice] Pass.,ἐν Διὸς κήποις ἀροῦσθαι.. ὄλβους S.Fr. 320
.2 metaph. of the man,ἀλλοτρίην ἄρουραν ἀροῦν Thgn.582
;τὴν τεκοῦσαν ἤροσεν S.OT 1497
; of the mother, IG7.581.1 ([place name] Tanagra): —[voice] Pass., of the child, was begotten,S.
OT 1485. (Root ἀρο-, cf. Lat. arāre, Goth. arjan, Lith. árti, etc., 'plough'.)
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Μπουτάν — Κράτος της νότιας Κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Θιβέτ και Α, Ν και ΝΔ με την Ινδία.Το Μ., σχεδόν απρόσιτο ανάμεσα στην οροσειρά των Iμαλαΐων και αγκιστρωμένο στις παραδόσεις του, παραμένει στο περιθώριο των διεθνών πολιτικών εξελίξεων … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek