-
1 ληιζομαι
стяж. λῄζομαι, Anth. λεΐζομαι (impf. ἐληϊζόμην и ἐλῃζόμην, fut. ληΐσ(σ)ομαι, aor. ἐληϊσάμην - эп. ληϊσσάμην и ἐλῃσάμην; pass.: praes. ληΐζομαι, aor. ἐληΐσθην, pf. λέλῃσμαι)1) брать как добычу, брать в плен(δμωάς Hom.)
2) захватывать, похищать(ὄλβον Hes.; θώρηχα Her.; ἐκ δόμων δάμαρτα Eur.)
3) грабить, опустошать(τέν Κολχίδα Xen.)
λ. τέν θάλατταν Diod. — грабить морские суда, пиратствовать -
2 ρυσταζω
[frequ. к ἐρύω См. ερυω]1) (долго) волочить ( по земле), таскать(περὴ σῆμα Πατρόκλου, sc. Ἕκτορα Hom.)
2) обижать, мучить(δμωάς τε γυναῖκας Hom.)
См. также в других словарях:
δμωάς — δμωά̱ς , δμωή female slave taken in war fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμῳάς — δμῳά̱ς , δμωή female slave taken in war fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δμῶας — δμώς slave taken in war masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek