-
1 δαίμονες
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δαίμονες
-
2 δαιμων
- ονος ὅ и ἥ1) бог, богиня(δώματ΄ ἐς Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους Hom.)
δαίμονι ἶσος Hom. — богоравный;σὺν δαίμονι Hom. — с божьей помощью;πρὸς δαίμονα Hom. — против божьей воли2) божество (преимущ. низшего порядка)— дух, гений, демон (δαίμονες ἐπιχθόνιοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων Hes.; θεοὴ καὴ οἱ ἑπόμενοι θεοῖς δαίμονες Plat.; ἐκ μὲν ἡρώων εἰς δαίμονας, ἐκ δὲ δαιμόνων εἰς θεοὺς ἀναφέρεσθαι Plut.)
3) (тж. δαίμονος τύχη Pind., τύχη δαιμόνων Eur., δ. καὴ τύχη Aeschin., Dem. и τύχη καὴ δαίμονες Plat.) божеское определение, роковая случайностьκατὰ δαίμονα Her. — по воле случая;
ἀπ΄ ὠμοῦ δαίμονος Soph. — по воле жестокой судьбы;δαίμονος αἶσα κακή Hom. — злой рок4) злой рок, несчастьеδαίμονα δοῦναί τινι Hom. — погубить кого-л.;
πλέν τοῦ δαίμονος Soph. — несмотря на это несчастье5) душа умершего(Δαρεῖος Aesch.; νῦν δ΄ ἐστὴ μάκαιρα δ. Eur.)
-
3 αγροδοτης
-
4 ανθηλιος
-
5 αποτροπος
21) удалившийся от людей, уединенно живущий Hom.2) внушающий отвращение или ужас, страшный(ἄγος Aesch.; Ἅιδης Soph.; πῦρ Arph.)
3) враждебный(γνώμη Pind.)
4) (пред)отвращающий(κακῶν Aesch., Eur.)
ἀ. ἐγένετο μέ τῷ τι γενέσθαι Plat. — он не допустил, чтобы с ним что-л. приключилось5) отводящий прочь несчастья, покровительствующий(δαίμονες Aesch.)
-
6 γραια
Iэп.-ион. γραίη ἥ1) старая женщина, старуха Hom., Soph., Arph., Plat.2) морщинистая пленка(τῶν ἑφθῶν ἀλεύρων Arst.)
IIadj. f1) старая, престарелая(γυναῖκες, μήτηρ, χείρ Eur.; ὕες Arst.)
2) древняяγραῖαι δαίμονες Aesch. = Εὐμενίδες
3) ветхая(πήρα Theocr.)
-
7 δυσαρεστος
21) недовольный, неудовлетворенный, постоянно ропщущий, ворчливый(πόλις Eur.; γῆρας Isocr.; πλήθη Plut.)
δυσαρεστότερος τῶν ἀρρωστούντων Xen. — капризнее (даже) больных;δ. τι Luc. — недовольный чем-л.2) неумолимый(δαίμονες Aesch.)
-
8 επιχθονιος
2обитающий на земле, земной(ἄνθρωποι, βροτοί Hom.; δαίμονες Hes.; ἄνδρες Pind.)
-
9 ευσταθεω
1) пребывать в спокойном состоянии(εὐσταθοῦν τὸ πέλαγος Luc.; οὐκ εὐσταθοῦσι οἱ ὄρνιθες Plut.)
2) находиться в здоровом состоянии(σῶμα εὐσταθοῦν Plut.)
3) быть благосклонным -
10 ηρως
gen. ἥρωος (gen. иногда с ω коротким, редко ἥρω) ὅ (dat. ἥρωι - поэт. ἥρῳ, acc. ἥρω - эп. ἥρωα, ион. ἥρων, acc. pl. ἥρως и ἥρωας)1) вождь, военачальник, предводитель(ἥρωες Ἀχαιοί Hom.)
2) воин, боец(στίχες ἀνδρῶν ἡρώων Hom.)
3) славный муж(Μούλιος ἥ., κῆρυξ Δουλιχιεύς Hom.)
ἥ. Δημόδοκος Hom. — знаменитый (песнопевец) Демодок4) герой, богатырь, человек сказочной силы и доблести(ἀντίθεοι ἥρωες Pind.; δαίμονες τε καὴ ἄνθρωποι Plat.; θεοὴ καὴ ἥρωες Thuc., Arst.; ἐκ ἡρώων εἰς δαίμονας ἀναφέρεσθαι Plut.)
-
11 Κορακοι
-
12 λυτηριος
-
13 ομωχετης
(δαίμονες Thuc.)
-
14 ορθονομος
-
15 ουρανοπετης
-
16 φιλοπολις
- εως и ιδος adj.1) любящий свой город, преданный родине, патриотический Thuc., Plat., Plut.φ. ἀρετή Arph. — патриотизм
2) любящий, т.е. заботливо охраняющий город(Ἁσυχία Pind.; δαίμονες Aesch.)
-
17 χθονιος
3 и 21) рожденный от богини земли(Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.)
2) туземный, отечественный, местный(Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4)
χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph. — исконные (для Аттики) Эрехтиды3) наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.)4) подземный(Ἅιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.)
Ζεὺς χ. Hes. = Ἅιδης;ἥ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, — у Theocr., Plut. = Ἑκάτη;χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, — у Soph. = Ἐρινύες;χθονία φάμα Soph. — слава, достигающая подземного царства (χάρις ἥ χθονία Soph. = θάνατος) -
18 δαίμονας
(γεν. δαίμονα и δαιμόνου;1) — дух, гений;πλ.
δαίμονες — и δαιμόνοι) οκαλός (κακός) δαίμον — добрый (злой) гений;
2) злой дух, чёрт; сатана (тж. о человеке);τα έργα(τα) τού δαίμονα — проделки дьявола;
δεν είναι νύφη, μα δαίμονας — это не невеста, а дьявол в юбке;
3) бран. чёрт;πού να πάρει ο δαίμονας ( — ах) чёрт возьми!;
ΰϊ στο δαίμονα! — пошёл к чёрту!;
§ αλλος δαίμονέτούτος! — что ещё за чертовщина!;
του δαίμονα η ουρά και το δεσπότη γαργαλά — погов, сатана и святых искушает
См. также в других словарях:
δαίμονες — δαίμων god masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτήριοι δαίμονες — Στην αρχαιότητα έτσι ονομάζονταν οι χθόνιες θεότητες που απαιτούσαν εκδίκηση στο όνομα του σκοτωμένου. Σύμφωνα με τη θρησκευτική παράδοση, οι ψυχές των σκοτωμένων προστατεύονταν από τους α.δ. και σε αυτούς προσέφευγαν για να ζητήσουν εκδίκηση για … Dictionary of Greek
Αζούρας — Δαίμονες της μυθολογίας των Βεδών. Δημιουργήθηκαν από τον υπέρτατο θεό Παγιαπάτι. Οι Βραχμάνες πιστεύουν ότι οι Α. έρχονται συχνά σε ρήξη με τους θεούς αλλά πάντοτε νικούν οι τελευταίοι … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
δαιμονολογία — Ο τομέας των θρησκειών που ασχολείται με τη μελέτη των δαιμόνων, οι οποίοι ταξινομούνται με διάφορους τρόπους και διακρίνονται με ονόματα, χαρακτηριστικά, ιδιότητες, επιδράσεις κλπ. Σε ορισμένα χριστιανικά θρησκεύματα, αποτελεί κλάδο της… … Dictionary of Greek
δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek
Daemon (mythology) — The words daemon, dæmon, are Latinized spellings of the Greek δαίμων (daimôn), [Daimons were the souls of men of the golden age acting as guardian deities. Entry [http://www.perseus.tufts.edu/cgi bin/ptext?doc=Perseus%3Atext%3A1999.04.0057%3Aentry… … Wikipedia
Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Dämon — Plagen des Heiligen Antonius durch Dämonen (Darstellung aus dem 15. Jahrhundert von Martin Schongauer) Als Dämon (Pl.: Dämonen; von griech.: δαίμων, daimon, „Geist“, sowie δαιμόνιον, daimónion, „ … Deutsch Wikipedia
Dämon (Religion) — Plagen des Heiligen Antonius durch Dämonen, Darstellung aus dem 15. Jh. von Martin Schongauer Als Dämon [ˈdɛːmɔn] (Pl.: Dämonen [dɛˈmoːnən]; von … Deutsch Wikipedia