-
121 ξυναρταω
1) вместе подвешивать, втаскивать наверх, вздергивать2) связывать вместе, объединять, соединятьσ. γένος Eur. — создавать единый род;
περί τι ξυνηρτῆσθαι Thuc. — столпиться вокруг чего-л.;συνηρτῆσθαι εἰς ἕν Arst. — слиться воедино;ἀφ΄ ἑνὸς (и ἐξ ἑνὸς) συναρτᾶσθαι Arst. — выходить из одного ствола, т.е. иметь общее происхождение3) вовлекать, втягиватьσυνηρτῆσθαι πολέμῳ Plut. — быть занятым войной;
συνηρτῆσθαί τινι Plut. — быть занятым войной с кем-л. -
122 ξυνεπομαι
(impf. συνειπόμην, fut. συνέψομαι, aor. 2 συνεσπόμην - conjct. συνέσπωμαι)1) идти вслед, следовать, сопровождать(τινι Her., Aesch., Arst., NT.)
ποίμναις ξ. Soph. — ходить за стадами, т.е. пасти стада;γένος ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ξυνέπεται καὴ συνέψεται Plat. — род человеческий развивается и будет развиваться вместе с временем;ὁπόσα τούτων ξυνεπόμενα εἴπομεν Plat. — то, что мы высказали вслед за этим;αἱ μουσικῇ ξυνεπόμεναι τέχναι Plat. — подобные музыке искусства;σ. τῷ λόγῳ Plat. — следить за развитием рассказа2) следовать, повиноваться(τῷ νόμῳ Plat.)
3) следовать, вытекать, быть последствием(ὅσα ἄλλα τούτοις συνέπεται Plat.)
4) следить за ходом мысли, т.е. улавливать, пониматьξυνέπει ; - Ξυνέπομαι Plat. — понимаешь? - Понимаю
-
123 ξυντροφος
21) вместе воспитанный, вместе выросший(τινι Her., Arph. и τινος Polyb., NT.)
παλαιᾷ σ. ἁμέρᾳ Soph. — древний, старый2) вместе живущий(τινι Her., Soph.)
3) родственный, родной, близкий(τὸ γένος Soph.)
ξύντροφον ὄμμα Soph. — глаз (взор) близкого человека4) воспитанный, приученный(τινι и τινος Her. etc.)
σ. γεγονὼς τόλμης Polyb. — приученный к храбрости;σ. τῇ πενίᾳ Luc. — выросший в нужде5) внушенный сызмальства, врожденный(εἰρήνης ἔρως Plut.)
6) привычный, обычныйτῇ Ἑλλάδι πενίη ἀεὴ σ. ἐστι Her. — в Элладе бедность существовала всегда;
κτύπος φωτὸς σ. τοῦ ὡς τειρομένου Soph. — словно звук, свойственный страдающему человеку, т.е. как бы стон больного7) вместе пасущий(τῇς ἀγέλης Plut.)
8) прирученный, ручной(θηρία Xen.; ὄρνις Plut.)
9) совместно питающийτοῖς ὕδασι ξύντροφα πνεύματα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων Plat. — ветры, которые, как и вода, питают то, что произрастает из земли
10) содействующий сохранению или поддержанию(ζωῆς Xen.). - см. тж. σύντροφον
-
124 ολισθηρος
31) скользкий(οἶμος Pind.; χωρίον Xen.; τόπος Plut.)
2) перен. ненадежный, шаткий, непрочный(τύχη Anth.; τὸ γένος Plat.)
3) весьма склонный, легко впадающий(πρὸς ὀργήν Plut.)
4) скользящий, неустойчивый, нетвердый(πὁδες Plut.)
-
125 ομονομος
-
126 ομος
31) один и тот же, одинаковый, равный(γένος, αἷσα, θρόος, ὀϊζύς Hom.)
2) общий, один(σορός, λέχος Hom.)
3) (все)общий, взаимный(νεῖκος Hom.)
4) согласный, единодушный(ὁμὰ φρονεῖν Hes.)
-
127 ομοφωνος
-
128 ονομαζω
ион. οὐνομάζω эол. ὀνῠμάζω (fut. ὀνομάσω - эол. ὀνῠμάξομαι, aor. ὠνόμασα - ион. οὐνόμασα, эол. ὀνύμαξα)1) именовать, называть(σοφιστήν τινα Plat.)
πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀ. τινά Hom. — называть кого-л. по отчеству;τίς ὀνομάζεταί ποθ΄ οὖτος ; Arph. — как же его зовут?2) звать по имени, произносить имя, призывать(Σόλωνα Her.)
3) называть, давать имя или названиеὀ. τινὰ παῖδα Soph. — назвать кого-л. (своим) сыном;
ἀπὸ τούτου μὲν τοῦτο ὀνομάζεται Her. — отсюда и пошла эта поговорка4) называть по имени, перечислять, предлагать(περικλυτὰ δῶρα Hom.)
5) выражать, излагать(λόγοισι οὐ βραχέσι τι Soph.)
6) прославиться, стать знаменитым(πρόγονοι ὀνομαζόμενοι Xen.; ὠνομασμένος τὸ γένος Diod.)
См. также в других словарях:
γένος — race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
γένος — το 1. η γενιά, η καταγωγή: Είναι από ένδοξο γένος. 2. φυλή, έθνος: Οι αγωνιστές του Γένους. 3. (γραμμ.), η κατηγοριοποίηση των ονομάτων σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα: Η λέξη θάλασσα είναι θηλυκού γένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεταβασις εις αλλο γενος — Unter einer Metábasis eis állo génos (gr. μετάβασις εἰς ἄλλο γένος, wörtl. Übergang in eine andere Art, gemeint hier: Begriffssphäre) oder Übergriff in ein anderes Gebiet versteht man zum einen einen plötzlichen Sprung in einer Beweisführung oder … Deutsch Wikipedia
Ιούλιοι ή Ιούλιο γένος — Αρχαία ρωμαϊκή οικογένεια πατρικίων, που παρουσιάζεται στην ιστορία της Ρώμης από τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας. O πρώτος γνωστός Ιούλιος της οικογένειας αυτής ήταν ο Γάιος Ιούλιος Ίουλος, ύπατος το 489 π.Χ., o οποίος αναφέρεται στους… … Dictionary of Greek
Μετάβασις εις άλλο γένος — (metabasis eis allo genos) (греч.) переход в другой род. Логическая ошибка. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
Καλπούρνιο γένος — Αρχαίο ρωμαϊκό γένος που καταγόταν από πληβείους και άκμασε ιδίως τον 1ο αι. π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε και η παράδοση για την καταγωγή του από τον Κάλπο, γιο του Νουμά. Με το όνομά τους συνδέονται οι Καλπούρνιοι νόμοι, που έτειναν προς κάποια… … Dictionary of Greek
Χρύσεον γένος. — См. Золотой век … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐχ ἡ πόλις σου το γένος εὐγενὲς ποιεῖ… — См. Не место человека красит, но человек место … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ορεότραγος — Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών της οικογένειας των αντιλοπιδών. Πρόκειται για μικρόσωμες αντιλόπες της Αφρικής, που έχουν ύψος περίπου 60 εκ. και μικρά κέρατα. Στο γένος αυτό ανήκει και το είδος που οι ονομάζεται στην Αφρική ντικ ντικ. Οι ο.… … Dictionary of Greek
λάπατο ή λάπαθο — Γένος δικοτυλήδονων, ποωδών φυτών της οικογένειας Polygonacea. Η επιστημονική του ονομασία είναι Rumex. Το γένος περιλαμβάνει 200 είδη μονοετή, διετή ή πολυετή, τα οποία απαντώνται κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Η επιστημονική ονομασία του πιο… … Dictionary of Greek