Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(γένεθλα

См. также в других словарях:

  • γενέθλα — γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc/acc dual γενέθλᾱ , γενέθλη race fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένεθλα — γένεθλον race neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλας — γενέθλᾱς , γενέθλη race fem acc pl γενέθλᾱς , γενέθλη race fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενέθλαν — γενέθλᾱν , γενέθλη race fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένεθλ' — γένεθλα , γένεθλον race neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PYGMAEI — populi in extremis Indiae montibus habitantes (Plin. l. 6. c. 19.) salubri caelô semperque vernante fruentes, ternos dodrantes non excedentes: Sunt qui nomen eos habere volunt ἀπὸ τῆς πυγμῆς, i. e. pugno, contra rationem; cum ἀπὸ τοῦ πήχυος, i. e …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… …   Dictionary of Greek

  • υπόβλητος — η, ο / ὑπόβλητος, ον, ΝΑ, και ὑποβλητός, όν, Α [υποβάλλω] μη γνήσιος, πλαστός, ψεύτικος νεοελλ. αυτός που γίνεται με την έμπνευση ή την εισήγηση άλλου, ο οποίος ενεργεί ως υποβολέας, υποβολιμαίος («υπόβλητη μαρτυρία») αρχ. 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»