Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(γερόντων

См. также в других словарях:

  • Γερόντων — Γέρων old man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γερόντων — γέρων old man masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καθέδρα των Γερόντων — Συλλογικό όργανο της μοναστικής κοινότητας του Αγίου Όρους, στις αρχές της ύπαρξής της, που είχε έδρα στον Άθω κοντά στη διώρυγα του Ξέρξη. Έργο του ήταν η αντιμετώπιση των προβλημάτων που απασχολούσαν τα πρώτα μικρά μοναστήρια του Άθω. Βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • γερουσία — Συνέδριο γερόντων, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής, που συσκέπτονται για τα κοινά ως πολιτικό σώμα. Ο θεσμός της γ. είναι πολύ παλιός και η πρώτη γνωστή σε μας γ. ήταν οι γέροντες στα προομηρικά και ομηρικά χρόνια που συμβούλευαν τον άνακτα και… …   Dictionary of Greek

  • PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίζω — ἵζω και δωρ. τ. ἵσδω (Α) (μόνο στους ποιητές και στους μτγν. πεζογράφους οι Αττικοί πεζογράφοι χρησιμοποιούν το καθίζω) 1. (μτβ.) βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω («ἐς θρόνον ἵζε», Ομ. Ιλ. 2. ιδρύω («βουλήν... ἷζε γερόντων» συγκρότησε, ίδρυσε… …   Dictionary of Greek

  • γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …   Dictionary of Greek

  • γεροκόμιο — και γεροκόμι, το [γεροκομώ] 1. η περιποίηση τών γερόντων 2. η περιποίηση ασθενών γερόντων …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Michalis Travlos — (Greek: Μιχάλης Τραυλός) was born in 1950 in Piraeus, Greece. He started his musical studies at Athens National Conservatory in 1970 with Professor Michalis Vourtsis. In 1975, he was accepted to the Hochschule das Künste Berlin, where he studied… …   Wikipedia

  • Patericon — or paterikon ( el. πατεριχόν), a short form for πατεριχόν βιβλίον ( father s book ) is a genre of Byzantine literature of religious character, which were collections of sayings of saints, martyrs and hierarchs, and tales about them.Among the… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»