-
1 βελος
- εος τό1) метательный снаряд (копье, дротик, стрела, каменная глыба и т.п.)ἐκ (ὑπὲκ) βελέων Hom., ἔξω βελῶν Xen., ἐκτος βέλους Luc. — вне досягаемости метательных снарядов;
ἐντὸς βέλους Diod. — в пределах досягаемости снарядов;μαλθακὸν ὀμμάτων β. Aesch. — нежный взгляд;β. Εἰλειθυίη Hom., Theocr. — родовые муки;δύσομβρα βέλη Soph. — грозовые ливни;θυμοῦ βέλη Soph. — угрызения совести;β. φίλοικτον Aesch. — жалобный взгляд;ἱμέρου βέλει τεθάλφθαι Aesch. — возгореться страстью2) молния(Διὸς βέλεα Pind.; πυρπνόον Aesch.)
3) меч Soph., Eur., Arph.4) жало(σκορπίου Aesch.)
-
2 ακις
- ίδος ἥ1) острие, наконечник(βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.)
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.)3) мор. нос, клюв(τῆς τριήρους Diod.)
-
3 έκκρουση
[-ις (-εως)] η выбивание, вышибание, выколачивание;§ έκκρουση βέλους — метание стрелы
См. также в других словарях:
βέλους — βέλος missile neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
ανεμοδείκτης — Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ … Dictionary of Greek
καναδόκα — καναδόκα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «χείλη ὀϊστοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < κάννα «καλάμι» + δέκομαι «δέχομαι» και δηλώνει την εγκοπή τής αιχμής τού βέλους που δέχεται το στέλεχος μέσα της.… … Dictionary of Greek
πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… … Dictionary of Greek
ροίζησις — ήσεως, ἡ, Α [ῥοιζῶ (Ι)] 1. συριγμός, σφύριγμα 2. η κίνηση τού βέλους, το σφύριγμα τού βέλους … Dictionary of Greek
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek
βέλος — το γεν. ους 1. λεπτό και μικρό, επίμηκες ακόντιο που έχει φτερά στο πίσω άκρο και εκσφενδονίζεται από τόξο, η σαΐτα: Τα βέλη της τοξοβολίας είναι ευέλικτα και εύθραυστα. 2. μτφ., ό,τι έχει ταχύτητα και διαπεραστικότητα βέλους: Σε όλη τη διάρκεια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
игла — иголка, укр. iгла, єгла, голка, блр. голка, ст. слав. игълинъ τῆς ῥαφίδος (Мар., Зогр., Остром.), болг. игла, сербохорв. ѝгла, вин. и̏глу, чак. iglà, jàgla, ìgla, словен. igla, iglà, чеш. jehla, слвц. ihla, польск. igɫa, диал. jеgɫа, кашуб.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… … Hofmann J. Lexicon universale
άκων — (I) ἄκων ( οντος), ο (Α) είδος ακοντίου, μικρότερο και ελαφρότερο από το δόρυ, που χρησιμεύει κυρίως σε αθλητικά αγωνίσματα και στο κυνήγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρ. *ak «οξύς, αιχμηρός» επαυξημένη με ν πρβλ. και τις λ. ἄκαινα, ἄκαινος, ἄκανθα, ἀκόνη,… … Dictionary of Greek