-
1 Αία
Αἴᾱ, Αἶαfem nom /voc /acc dual——————Αἴᾱͅ, Αἶαfem dat sg (attic doric aeolic)——————Αἴαςmasc voc sg (epic)Αἶαfem nom /voc sg -
2 αἶα
Aφυσίζοος αἶα Il.3.243
, etc., cf. Emp.27, Scol.12, A.R.1.580, Tab.Defix.7; also in Trag., chiefly in lyr., A.Pers.59, S.El.95, also in trim., E.Andr.51: never in pl.------------------------------------αἶα (B) ὑπὸ Κυρηναίων τηθὶς καὶ μαῖα, καὶ ἀδελφὴ Κρήτης· καὶ φυτόν τι. ἔτι δὲ ὁ καρπὸς αὐτῷ ὁμώνυμος, EM27.24. (Possibly cogn. with Lat.A avia.)------------------------------------αἶα (C),A = ὄα, Ael.Dion.Fr.16. -
3 αία
-
4 αἶα 2
αἶα 2.Grammatical information: f.Meaning: `mother, grandmother'? Cf. αῖα ὑπὸ Κυρηναίων τηθίς καὶ μαῖα καὶ ἀδελφη Κρητης. καὶ φυτόν τι. ἔτι δε ὁ κάρπος αὐτῳ ὁμώνυμος EM 27, 24.Origin: XX [etym. unknown]Page in Frisk: --Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶα 2
-
5 αἶα 1
αἶα 1.Grammatical information: f.Meaning: `earth' (Il.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: By some considered identical with αἶα 2. (Brugmann IF 15, 94ff., 29, 206ff.), orig. `mother'. The relation with γαῖα and μαῖα is uncertain; cf. Güntert Reimwortbildungen 126f., Brandenstein Fs. Debrunner 1954, 80. vW.: \< *as-ya from * h₂s- `dry' ( ἄζω).Page in Frisk: 1,29Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἶα 1
-
6 αἶα
-
7 αια
-
8 Αια
-
9 αἶα
αἶα: earth, land; πᾶσαν ἐπ' αἶαν, ‘the world over.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > αἶα
-
10 αἶα
αἶα, Erde, Land; oft als Versende -
11 Αἴα
Βλ. λ. Αία -
12 Αἴᾳ
Βλ. λ. Αία -
13 Αἶα
Βλ. λ. Αία -
14 αἴᾳ
Βλ. λ. αία -
15 αἶα
Βλ. λ. αία -
16 αἰᾱνής
αἰᾱνήςGrammatical information: adj.Other forms: Ion. αἰηνήςOrigin: XX [etym. unknown]Etymology: Wackernagel Verm. Beiträge 7 assumed *σαιϜ-ᾱνής `with terrifying face' (: Lat. saevus and a word for `face' as in ἀπηνής etc., q.v.); unverifiable. S. Degani Helikon 2 (1962) 37-56.Page in Frisk: 1,30Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αἰᾱνής
-
17 Aea
Αἶα, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Aea
-
18 αβυσσαίος
αία, αίον глубоководный;αβυσσαίοι ιχθύες — глубоководные рыбы
-
19 αγελαίος
αία, ον1) стадный; относящийся к стаду; 2) перен. пошлый, вульгарный -
20 αγοραίος
См. также в других словарях:
Αἴα — Αἴᾱ , Αἶα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴᾳ — Αἴᾱͅ , Αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἶα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος … Dictionary of Greek
αἴᾳ — αἴ̱ᾱͅ , αἶα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶα — Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἴας — Αἴᾱς , Αἴας masc nom sg Αἴᾱς , Αἶα fem acc pl Αἴᾱς , Αἶα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰανῆ — αἰᾱνῆ , αἰανής eternal neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰᾱνῆ , αἰανής eternal masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
κηπαίος — αία, ο (ΑΜ κηπαῑος, αία, ον) [κήπος] αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῑοι σίκυες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηπαία (ενν. θύρα) η πόρτα τού κήπου αρχ. 1. όμοιος με κήπο… … Dictionary of Greek