Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

'φιαλοῦμεν

См. также в других словарях:

  • 'φιαλοῦμεν — ἐφιαλοῦμεν , φιαλόω excavate into the form of a imperf ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιαλοῦμεν — φιάλλω undertake fut ind act 1st pl (attic epic doric) φιαλόω excavate into the form of a pres ind act 1st pl φιαλόω excavate into the form of a imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… …   Dictionary of Greek

  • ιάλλω — ἰάλλω, αττ. τ. ἱάλλω (Α) 1. ρίχνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω («ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆφιν ἴαλλεν», Ομ. Ιλ.) 2. στέλνω, εξαποστέλλω («κἀπὶ Δωδώνης... θεοπρόπους ἴαλλεν», Αισχύλ.) 3. βρίσκω 4. φεύγω, τρέχω ή πετώ 5. φρ. α) «περὶ χερσὶ δὲ δεσμόν ἴηλα» έβαλα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»