-
1 пожалуйста
μόριο (ευγενικής έκφρασης)• σας παρακαλώ, αν ευαρεστήστε, αν έχετε την καλοσύνη•дайте, пожалуйста, воды δόστε μου, σας παρακαλώ, νερό•
возьмите, пожалуйста, ещё кусочек πάρτε, σας παρακαλώ, ακόμα ένα κομματάκι•
садитесь, пожалуйста καθήστε, σας παρακαλώ.
|| (για ευγενικό τρόπο συγκατάθεσης, συμφωνίας)• ωρίστε, με ευαρέστηση, παρακαλώ•может, дадите мне ваш карандаш? – пожалуйста! μήπως, θα μου δόσετε το μολύβι σας; – ωρίστε!
εκφρ.скажите пожалуйста – (παρνθ. λ.) πέστε σας παρακαλώ (γΐ,α θαυμασμό, αγανάκτηση). -
2 пожалуйста
1. пожалуйста παρακαλώ· дайте, \пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... 2. пожалуйста, свет! σβύστε το φως, παρακαλώ!* * *да́йте, пожа́луйста… — δώστε, παρακαλώ...
-
3 просить
просить 1) ζητώ, παρακαλώ· \просить разрешения ζητώ άδεια* \просить извинения ζητώ συγνώμη· 2) (пригласить) προσκαλώ· прошу вас! σας παρακαλώ!* * *1) ζητώ, παρακαλώпроси́ть разреше́ния — ζητώ άδεια
проси́тьизвине́ния — ζητώ συγνώμη
2) ( пригласить) προσκαλώпрошу́ вас! — σας παρακαλώ!
-
4 просить
прошу, просишь, μτχ. ενστ. Προ проситьсящий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. прошенный, βρ: -шен, -а, -оρ.δ.1. μ. ζητώ, αιτώ•просить помощи ζητώ βοήθεια•
просить прощения ζητώ συγγνώμη.
|| προτείνω, παρακαλώ•-шу садиться παρακαλώ καθήστε•
здесь -ят не курить παρακαλείστε να μη καπνίζετε εδώ•
просить соблюдать тишину παρακαλώ να τηρηθεί ησυχία.
2. φροντίζω• ενδιαφέρομαι.3. (προσ)καλώ, φωνάζω.4. μ. (γ1• просить εμπορευματική τιμή)• ζητώ•он -ит дорого αυτός ζητά ακριβά.
5. ζητώ ελεημοσύνη.6. παλ. μηνύω, κάνω μήνυση.εκφρ.прошу (вас) – ω-ρίστε, περάστε, κοπιάστε.1. παρακαλώ• ζητώ• θέλω, επιθυμώ•просить отпуск ζητώ άδεια•
просить гулять ζητώ (θέλω) να πάω περίπατο.
2. αιτούμαι, ζητώ•просить на службу ζητώ να προσληφθώ στη υπηρεσία.
3. μτφ. ταιριάζω, αξίζω.εκφρ.просить наружу ή из души – (για αισθήματα) θέλω να βγω έξω, να ξεσπάσω, (να ξεθυμάνω). -
5 пожалуйста
пожалуйстачастица (σᾶς) παρακαλώ:принесите, \пожалуйста, книгу φέρτε (σᾶς) παρακαλώ τό βιβλίο[ν]· спасибо!--1 εὐχαριστώ! \пожалуйста παρακαλώ! -
6 просить
проситьнесов1. ζητώ, αίτιο, παρακαλώ/ ἐκλιπαρώ (настойчиво):\просить разрешения ζήτω ἀδεια· \просить извинения (совета) ζήτω συγγνώμη (συμβουλή)· \просить милостыню ζήτω ἐλεημοσύνη· \просить за товарища παρακαλώ γιά χάρη τοῦ συντρόφου μου·2. (приглашать) (προσ)καλῶ:прошу вас, садитесь καθήστε σας παρακαλώ· \просить гостей к столу́ (προσ)καλώ τους ἐπισκέπτες νά καθίσουν στό-τραπέζι. -
7 милость
-и θ.1. καλοσύνη, αγαθότητα, φιλανθρωπία. || συμπόνια, οίκτος, λύπη• έλεος, ευσπλαχνία•по -и Божией παλ. ελέω θεού•
по -и ή из -и από οίκτο (λύπη).
|| χάρη•просить -и ζητώ (να μου δοθεί) χάρη.
2. αγαθοεργία, ευεργεσία. || ελεημοσύνη.3. εύνοια, εμπιστοσύνη•быть у кого в -и έχω την εμπιστοσύνη•
выйти из -и χάνω την εμπιστοσύνη.
εκφρ.по -и – α) χάρη σε κάποιον, β) από φταίξιμο κάποιου•ваша милость – η χάρη σας•- ью Божией – παλ. θείο δώρο, θεϊκό χάρισμα (για ταλέντο)•милость просим (прошу) – σας παρακαλώ•сделайте милость – α) κάντε μου τη χάρη. β) παρακαλώ•скажите на милость – πέστε μου παρακαλώ•сдаваться на милость победителя – παραδίνομαι στο έλεος του νικητή. -
8 благодарность
благодарность ж η ευγνωμοσύνη, η ευχαριστία; выражать \благодарность ευχαριστώ не стоит \благодарностьи παρακαλώ, τίποτε* * *жη ευγνωμοσύνη, η ευχαριστίαвыража́ть благода́рность — ευχαριστώ
не сто́ит благода́рности — παρακαλώ, τίποτε
-
9 внизу
внизу κάτω, στο κάτω μέρος подождите меня \внизу με περιμένετε, παρακαλώ, κάτω* * *κάτω, στο κάτω μέροςподожди́те меня́ внизу́ — με περιμένετε, παρακαλώ, κάτω
-
10 дать
дать 1) в разн. знач. δίνω дайте, пожалуйста... δώστε, παρακαλώ... дайте им знать ειδοποιείστε τους \дать согласие συμφωνώ \дать концерт δίνω κοντσέρτο; \дать обед παραθέτω γεύμα 2) (разрешить) αφήνω, επιτρέπω дайте мне пройти επιτρέψτε μου να περάσω* * *1) в разн. знач. δίνωда́йте, пожа́луйста... — δώστε, παρακαλώ…
да́йте им знать — ειδοποιείστε τους
дать согла́сие — συμφωνώ
дать конце́рт — δίνω κοντσέρτο
дать обе́д — παραθέτω γεύμα
2) ( разрешить) αφήνω, επιτρέπωда́йте мне пройти́ — επιτρέψτε μου να περάσω
-
11 завернуть
завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι* * *= завёртывать1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρωзаверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ
2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφωзаверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία
-
12 закрыть
закрыть в разн. знач. κλείνω σκεπάζω (покрывать)' закройте, пожалуйста, дверь κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα \закрыть глаза κλείνω τα μάτια закрыто (вывеска) είναι κλειστό \закрыть собрание κλείνω τη συνεδ ρίαση* * *в разн. знач.κλείνω; σκεπάζω ( покрывать)закро́йте, пожа́луйста, дверь — κλείστε, παρακαλώ, την πόρτα
закры́ть глаза́ — κλείνω τα μάτια
закры́то (вывеска) — είναι κλειστό
закры́ть собра́ние — κλεινω τη συνεδρίαση
-
13 кушать
-
14 милость
-
15 объяснить
объяснить, объяснять εξηγώ, ερμηνεύω· объясните мне, пожалуйста! εξηγείστε μου, παρακαλώ!* * *= объяснятьεξηγώ, ερμηνεύωобъясни́те мне, пожа́луйста! — εξηγείστε μου, παρακαλώ!
-
16 повторить
повторить, повторять επαναλαβαίνω· \повторитьйте, пожалуй ста! επαναλάβετε, παρακαλώ ί* * *= повторятьповтори́те, пожа́луйста! — επαναλάβετε, παρακαλώ!
-
17 подождать
подождать περιμένω· \подождатьйте, пожалуйста περιμένετε, παρακαλώ* * *подожди́те, пожа́луйста — περιμένετε, παρακαλώ
-
18 показать
показать, показывать δείχνω· покажите, пожалуйста! δείξτε μου, παρακαλώ! \показаться 1) см. казаться 1,2· мне показалось, что... μου φάνηκε πως... 2) (возникать) παρουσιάζομαι* * *= показыватьпокажи́те, пожа́луйста! — δείξτε μου, παρακαλώ!
-
19 пройти
пройти 1) περνώ, διαβαίνω· \пройти мимо προσπερνώ· пройдите сюда, пожалуйста! περάστε εδώ, παρακαλώ! прошло два часа πέρασαν δυο ώρες· концерт прошёл удачно το κοντσέρτο είχε επιτυχία 2) (прекратиться) περνώ, παύω* * *1) περνώ, διαβαίνωпройти́ ми́мо — προσπερνώ
пройди́те сюда́, пожа́луйста! — περάστε εδώ, παρακαλώ!
прошло́ два часа́ — πέρασαν δυο ώρες
конце́рт прошёл уда́чно — το κοντσέρτο είχε επιτυχία
2) ( прекратиться) περνώ, παύω -
20 рассказать
рассказать, рассказывать διηγούμαι, αφηγούμαι; расскажите нам. пожалуйста λέγετε μας, παρακαλώ* * *= рассказыватьδιηγούμαι, αφηγούμαιрасскажи́те нам, пожа́луйста — λέγετε μας, παρακαλώ
См. также в других словарях:
παρακαλώ — παρακαλώ, παρακάλεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. παρακαλάω Σημειώσεις: παρακαλώ : η κλίση σε ώ, είς (βλ. πίν. 76 ) επικρατεί σε στερεότυπες εκφρ. όπως: σε παρακαλώ ή απλά παρακαλώ, με τις οποίες ζητάει κάποιος ευγενικά κάτι ή επιτρέπει σε κάποιον κάτι… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… … Dictionary of Greek
παρακαλώ — παρακάλεσα, παρακλήθηκα, παρακαλεσμένος 1. ζητώ χάρη, ικετεύω: Παρακάλεσα τον προϊστάμενο να μου δώσει μια μέρα άδεια. 2. ως τρόπος ευγένειας ή ήπιας προβολής αιτήματος ή άποψης: Παρακαλώ, να περάσω μια στιγμή; 3. δήλωση αποδοχής, παραχώρησης,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακαλῶ — παρακαλέω call to pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to pres ind act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to fut ind act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to pres subj act 1st sg (attic epic doric) παρακαλέω call to … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοπαρακαλώ — παρακαλώ θερμά, ικετεύω … Dictionary of Greek
κρυφοπαρακαλώ — παρακαλώ ενδόμυχα … Dictionary of Greek
μυριοπαρακαλώ — μυριοπαρακαλῶ (Μ) παρακαλώ κάποιον πάρα πολλές φορές, παρακαλώ θερμά, υπέρμετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + παρακαλῶ] … Dictionary of Greek
молити — МОЛ|ИТИ (753), Ю, ИТЬ гл. 1.Просить, умолять: молю же вьсѣхъ почитаѭщихъ не мозѣте клѧти. нъ исправльше. почитаите. ЕвОстр 1056–1057, 294г (запись); тъгда антонии въ скърби велицѣ бывъ. и въшедъ въ пещерѹ мол˫ааше бл҃женааго антонии. да изидеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δυσωπώ — δυσωπῶ ( έω) (AM) 1. παρακαλώ επίμονα και πειστικά κάποιον 2. μέσ. φοβάμαι, ταράσσομαι 3. παθ. υποκύπτω σε παρακλήσεις μσν. 1. φοβίζω, αναστατώνω 2. σέβομαι 3. λυπάμαι, ευσπλαγχνίζομαι αρχ. 1. γίνομαι ενοχλητικός, παρακαλώ επίμονα 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
ευχαρίστηση — η (Μ εὐχαρίστησις και εὐχαρίστηση) [ευχαριστώ] 1. η πνευματική ή συναισθηματική ικανοποίηση, η ευχάριστη ψυχική κατάσταση («δεν βρίσκω στη ζωή καμιά ευχαρίστηση») 2. φρ. (α. «εάν έχετε την ευχαρίστηση» παρακαλώ, αν θέλετε... β. «λάβετε την… … Dictionary of Greek
καταδέομαι — (Α) παρακαλώ θερμά («ὑπερείδομεν τὴν θλῑψιν τῆς ψυχῆς αὐτοῡ, ὅτε κατεδέετο ἡμῶν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέομαι «παρακαλώ»] … Dictionary of Greek