-
1 κερδίζω
κερδίζω, = κερδαίνω, Sp., wie Schol. Pind. Ol. 1, 84.
-
2 κερδίζω
1. μετ.1) выигрывать;κερδίζω τό παιχνίδι — выигрывать игру;
κερδίζω τη μάχη (τό στοίχημα) — выигрывать битву (спор);
κερδίζω στίς εκλογές — побеждать на выборах;
2) получать, иметь прибыль;3) зарабатывать, получать; 4) перен. завоевать, снискать;κερδίζω τη συμπάθεια — завоёвывать симпатию;
2. αμετ. выигрывать (в чьих-л. глазах);κερδίζει από κοντά — вблизи он выигрывает, он кажется лучше вблизи;
§ κερδίζω καιρό ( — или χρόνο) — выигрывать время;
κερδίζω έδαφος — а) обрести почву под ногами; — б) распространяться, увеличивать своё влияние (о доктрине, гипотезе)
-
3 κερδίζω
[кердизо] р. зарабатывать, иметь доход, прибыль.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κερδίζω
-
4 κερδίζω
[кердизо] ρ зарабатывать, иметь доход, прибыль. -
5 κερδίζω
guanyar -
6 κερδίζω
добиваГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κερδίζω
-
7 κερδίζω
kazanmak, kar etmek -
8 κερδίζω
gagner -
9 κερδίζω
1) wygrywać czas.2) zarabiać czas.3) zasługiwać czas.4) zasłużyć czas.5) zyskać czas.6) zyskiwać czas. -
10 κερδίζω
1) dosahovat2) nabýt3) vítězit4) vydělávat5) vyhrát6) získávat7) zvítězit -
11 κερδίζω
1) earn2) gain3) winΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κερδίζω
-
12 dosahovat
κερδίζω -
13 vydělávat
κερδίζω -
14 earn
κερδίζω -
15 zasłużyć
κερδίζω -
16 zyskiwać
κερδίζω -
17 выиграть
выигратьсов, выигрывать несов прям., перен κερδίζω:\выиграть партию в шахматы κερδίζω μιά παρτίδα στό σκάκι· \выиграть по займу κερδίζω στό λαχειοφόρο δάνειο· \выиграть сражение κερδίζω τή μάχη· \выиграть дело юр. κερδίζω τή δίκη (или τήν ὑπόθεση)· \выиграть пари κερδίζω τό στοίχημα· \выиграть на чем-л. ὠφελούμαι ἀπό κάτι· ◊ \выиграть время κερδίζω χρόνο· \выиграть в чьи́х-л. глазах ἀνεβαίνω στήν ἐκτίμηση κάποιου. -
18 выиграть
ρ.σ.1. κερδίζω•выиграть в лотарее мотоцикл κερδίζω μοτοσυκλέττα στο λαχείο•
выиграть в карты пять рублей κερδίζω στα χαρτιά πέντε ρούβλια•
выиграть пари κερδίζω το στοίχημα.
2. ωφελούμαι•население -ло от снижения цен οπλή-θυσμός (λαός) ωφελήθηκε από τις εκπτώσεις.
3. νικώ•выиграть процесс κερδίζω το ‘δικαστήριο•
-сражение κερδίζω τη μάχη•
выиграть время κερδίζω χρόνο.
-
19 выиграть
-
20 завоевать
завоевать, завоёвывать 1) καταχτώ 2) (добиваться) κερδίζω \завоевать первое место κερδίζω την πρώτηθέση* * *= завоёвывать1) καταχτώ2) ( добиваться) κερδίζωзавоева́ть пе́рвое ме́сто — κερδίζω την πρώτη θέση
См. также в других словарях:
κερδίζω — κερδίζω, κέρδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κερδίζω — και κερδάω και κερδεύω κέρδισα και κέρδεψα, κερδίστηκα και κερδεύτηκα, κερδισμένος και κερδεμένος 1. αποχτώ κέρδος, ωφελούμαι: Κερδίζει πολλά από τις επιχειρήσεις του. 2. πετυχαίνω σε κάτι είτε από τύχη είτε από ικανότητα: Κερδίζει στα χαρτιά. 3 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
αλφάνω — ἀλφάνω (Α) 1. έχω όφελος, αποφέρω κέρδος, κερδίζω 2. αποκομίζω, παίρνω, βρίσκω 3. φρ. «ἀλφάνω φθόνον», προκαλώ τον φθόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικός τ. τής Αρχαίας γνωστός ήδη από τον Όμηρο, όπου απαντά μόνο σε χρόνο αόρ. β΄ (ἦλφον). Σπανιότερα το ρ.… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… … Dictionary of Greek
εμπολώ — ( άω) (AM ἐμπολῶ, άω α και έω) μσν. δίνω, προσφέρω αρχ. 1. συσσωρεύω πλούτη, κερδίζω από το εμπόριο 2. αποφέρω κέρδη 3. κερδίζω κάτι, αποκτώ 4. εμπορεύομαι 5. αγοράζω («λαθραίαν ἐμπολωμένη Κύπριν», Ευριπ.) 6. επωφελούμαι από την ψυχική κατάσταση… … Dictionary of Greek