-
1 νικώ
νῑκῶ, νικάωconquer: pres imperat mp 2nd sgνῑκῶ, νικάωconquer: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)νῑκῶ, νικάωconquer: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)νῑκῶ, νικάωconquer: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)νῑκῶ, νικάωconquer: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)νῑκῶ, νικάωconquer: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)——————νῑκῷ, νικάωconquer: pres opt act 3rd sg -
2 νικῶ
Βλ. λ. νικώ -
3 νικῷ
Βλ. λ. νικώ -
4 νικώ
νικάω μετ.1) побеждать, одолевать; одерживать победу, брать верх (над кем-л.); 2) сдерживать, подавлять, обуздывать (страсть, порыв и т. п.);νικιέμαι, νικωμαι — терпеть поражение
-
5 νικῶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νικῶ
-
6 νικώ
[нико] р. побеждать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νικώ
-
7 νικώ
[нико] ρ побеждать. -
8 νικώ
zafer kazanmak, üstün gelmek -
9 νικώ
1) battre2) gagner3) vaincre -
10 νικώ
1) pobić czas.2) pokonać czas.3) pokonywać czas.4) ubijać czas.5) uderzać czas.6) walić czas.7) wygrywać czas.8) zarabiać czas. -
11 νικώ
-
12 νικώ
1) beat2) lick3) whip4) winΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νικώ
-
13 altetmek
νικώ, υπερνικώ, κατανικώ -
14 победить
-лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. побежденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ. νικώ•победить врага νικώ τον εχθρό•
победить в бою νικώ στη μάχη•
победить в спортивных соревнованиях νικώ στα αγωνίσματα.
|| μτφ. υπερνικώ•победить страх νικώ το φόβο•
победить препяствия, трудности υπερνικώ τα εμπόδια, τις δυσκολίες.
|| μτφ. καταχτώ, αιχμαλωτίζω•победить сердце красавицы καταχτώ την καρδιά μιας καλλονής.
-
15 верх
верх м 1) το επάνω μέρος \верх автомобиля η καπότα 2) (высшая степень) το αποκο ρύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτο" \верх совершенства το άκρο άωτο της τελειότη τας ◇ одержать \верх νικώ, επικρατώ, υπερτερώ* * *м1) το επάνω μέροςверх автомоби́ля — η καπότα
2) ( высшая степень) το αποκορύφωμα, το ανώτατο όριο, το άκρο άωτοверх соверше́нства — το άκρο άωτο της τελειότητας
••одержа́ть верх — νικώ, επικρατώ, υπερτερώ
-
16 выиграть
-
17 нанести
нанести (причинить) επιφέρω, καταφέρω' \нанести удары καταφέρω πλήγματα* \нанести ущерб προξενώ ζημία' \нанести поражение νικώ ◇ \нанести визит επισκέπτομαι* * *( причинить) επιφέρω, καταφέρωнанести́ уда́ры — καταφέρω πλήγματα
нанести́ уще́рб — προξενώ ζημία
нанести́ пораже́ние — νικώ
••нанести́ визи́т — επισκέπτομαι
-
18 обыграть
обыграть, обыгрывать νικώ, κερδίζω· \обыграть со счётом 5:3 κερδίζω με σκορ πέντε τρία* * *= обыгрыватьνικώ, κερδίζωобыгра́ть со счётом 5:3 — κερδίζω με σκορ πέντε τρία
-
19 одержать
одержать, одерживать: \одержать победу κερδίζω, νικώ· \одержать верх над кем-л. υπερισχύω κάποιον* * *= одерживатьодержа́ть побе́ду — κερδίζω, νικώ
одержа́ть верх над кем-л. — υπερισχύω κάποιον
-
20 победить
См. также в других словарях:
νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… … Dictionary of Greek
νικώ — νικάω / νικώ, νίκησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νικώ — νίκησα, νικήθηκα, νικημένος 1. επικρατώ στη μάχη ή σε οποιονδήποτε αγώνα: Με θεριά πολέμησα νίκησα το Χάρο (Πολέμης). 2. καθορίζω το αποτέλεσμα, έχω τον τελευταίο λόγο, υπερισχύω: Σε ισοψηφία νικά η ψήφος του προέδρου. 3. συγκρατώ, καταστέλλω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νικῶ — νῑκῶ , νικάω conquer pres imperat mp 2nd sg νῑκῶ , νικάω conquer pres subj act 1st sg (attic epic ionic) νῑκῶ , νικάω conquer pres ind act 1st sg (attic epic ionic) νῑκῶ , νικάω conquer pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) νῑκῶ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικῷ — νῑκῷ , νικάω conquer pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερδαίνω — και κερδένω (ΑΜ κερδαίνω, Α ιων. τ. κερδανέω, Μ και κερδαίννω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, κερδίζω, ωφελούμαι (α. «εκέρδαισε τσι κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη», Ερωτόκρ. β. «κερδανεῑτε τὴν τῶν Οὐρανών Βασιλείαν», Μηναί. γ. «κερδήσαντες δὲ ἓξ τάλαντα» … Dictionary of Greek
καταπαγκρατιάζω — (Α) 1. νικώ κάποιον στο αγώνισμα παγκράτιον 2. νικώ κάποιον στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παγκρατιάζω «αγωνίζομαι το παγκράτιον»] … Dictionary of Greek
κατατροπώνω — (AM κατατροπῶ, όω) νικώ κάποιον και τόν τρέπω σε φυγή, κατανικώ, νικώ κατά κράτος μσν. μέσ. κατατροποῡμαι, όομαι κατανικώ, κυριεύω («κατετροπώσατο πόλεις ὁμοῡ καὶ χώρας», Διγεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατατροπώ < κατ(α) * + τροπῶ… … Dictionary of Greek
νίκη — I Μυθολογική θεότητα. Ήταν η προσωποποίηση της ιδέας της νίκης, κόρη του γίγαντα Πάλλαντα και της Στυγός, που την πήγε στο Δία για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Τιτάνων. Από τότε έμεινε για πάντα στον Όλυμπο με τον Δία. Η Ν. δεν… … Dictionary of Greek
νίκος — το (ΑΜ νῑκος) 1. νίκη 2. εξουσία, επικυριαρχία μσν. 1. υπερίσχυση, υπεροχή 2. συνεκδ. λάφυρα, λεία 3. νικητής 4. δύναμη, ισχύς 5. λαμπρότητα, ακτινοβολία 6. ευημερία, προκοπή 7. (για δικαστικό αγώνα) δικαίωση 8. φρ. α) «αἴρω (τὸ) νῑκος» ή «ποιῶ… … Dictionary of Greek
παγκράτιο(ν) — το (Α παγκράτιον) [παγκρατής] αρχαίο μικτό ελληνικό αγώνισμα το οποίο περιλάμβανε την πάλη και την πυγμαχία αρχ. 1. (με τα ρ. νικῶ, μάχομαι, ἀσκῶ) νικώ στο παγκράτιο, αγωνίζομαι στο παγκράτιο 2. το φυτό θαψία 3. είδος αρωματικού φυτού, η στοιχάς* … Dictionary of Greek