-
1 ρυθμοί
ῥυθμόομαιshape: pres subj mp 2nd sgῥυθμόομαιshape: pres ind mp 2nd sgῥυθμόςany regular recurring motion: masc nom /voc plῥυθμόωshape: pres subj mp 2nd sgῥυθμόωshape: pres ind mp 2nd sgῥυθμόωshape: pres subj act 3rd sg -
2 ῥυθμοί
ῥυθμόομαιshape: pres subj mp 2nd sgῥυθμόομαιshape: pres ind mp 2nd sgῥυθμόςany regular recurring motion: masc nom /voc plῥυθμόωshape: pres subj mp 2nd sgῥυθμόωshape: pres ind mp 2nd sgῥυθμόωshape: pres subj act 3rd sg -
3 δια-κλάω
δια-κλάω (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ ϑείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαϑρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; ϑηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυϑμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.
-
4 ἀνδρ-ώδης
ἀνδρ-ώδης, mannhaft, muthig, ἀνδρωδέστερος καὶ πλέονος ἄξιος Isocr. 5, 76; Xen. u. Folgd.; von den spartanischen Frauen, Plut. Lyc. et Num. 3; σύμπτωσις Pol. 11, 13; ῥυϑμοί, kräftige, D. Hal. Dem. 43; vgl. C. V. 16. – Adv., ἀνδρωδῶς διακεῖσϑαι, standhaft bleiben, Isocr. 12, 31; neben γενναίως Pol. 1, 31, 8.
-
5 ἌΛφιτον
ἌΛφιτον, τό, gew. im plur., Gerstengraupe, Gerstenmehl, u. daraus bereitetes Brot; Xen. Mem. 2, 7, 5 von ἄρτος unterschieden. Bei Hom. überall Gerstenmehl; Od. 20, 108 ἔνϑ' ἄρα οἱ μύλαι εἴατο, τῇσιν δώδεκα πᾶσαι ἐπερρώοντο γυναῖκες ἄλφιτα τεύχουσαι καὶ ἀλείατα, μυελὸν ἀνδρῶν, 119 ἄλφιτα τευχούσῃ, Iliad. 11, 631 ἀλφίτου ἱεροῠ ἀκτήν vgl. mit 640 ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνεν, Apoll. lex. Hom. 23, 4 ἀλφίτου ἀκτήν περιφραστικῶς αὐτὸ τὸ ἄλφιτον, ἀπὸ τοῦ κατάγνυσϑαι τὴν κριϑήν, also gen. definitivus, 18, 560 λεύκ' ἄλφιτα πολλὰ πάλυνον, Od. 10, 520. 11, 28. 14, 77 ἐπὶ (ὁ) δ' ἄλφιτα λευκὰ παλύνειν (-ον, -εν), 14, 429 παλύνας ἀλφίτου ἀκτῇ, 10. 234 ἐν δέ σφιν τυρόν τε καὶ ἄλφιτα καὶ μέλι χλωρὸν οἴνῳ Πραμνείῳ ἐκύκα, 2, 290 ἄλφιτα, μυελὸν ἀνδρῶν, δέρμασιν ἐν πυκινοῖσιν, 2, 354 f. 380 ἐν δέ οἱ (μοι) ἄλφιτα χεῦεν (χεῦον) ἐυρραφέεσσι δοροῖσιν· (εἴκοσι δ' ἔστω μέτρα μυληφάτου ἀλφίτου ἀκτῆς), vgl. mit 19, 197 ἄλφιτα δῶκα καὶ αἴϑοπα οἶνον; – Her. 7, 119 u. Folgende; eine der gewöhnlichsten Speisen; daher allgemein = Lebensunterhalt, Brot, τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυϑμοὶ πρὸς τἄλφιτα, zum Broterwerb, Ar. Nub. 638; 107 πατρῷα ἄλφιτα väterliches Vermögen; ἱκανὰ ἄλφιτα παρὰ τῆς δικέλλης ἔχω Luc. Tim. 37; ἐς τὰ ἄλφιτα πονεῖν, für das Brot arbeiten, Gall. 1. – Orph. Lith. 212 ἄλφιτα λεπτὰ λίϑοιο, Steinmehl.
-
6 ἐμ-βατήριος
ἐμ-βατήριος, 1) zum Hineingehen gehörig; τὰ ἐμβατήρια, sc. ἱερά, die beim Einsteigen ins Schiff vor der Abfahrt dargebrachten Opfer, Philostr. u. A.; vgl. Pierson zu Möris p. 223. – 2) beim Einherschreiten gebräuchlich; ῥυϑμοί (οἷς ἐχρῶντο πρὸς τὸν αὐλὸν ἐπάγοντες τοῖς πολεμίοις), παιάν, μέλος, Marschlied, Kriegsgesang, nach dem die Soldaten marschiren, Plut. Lyc. 22; Ath. XIV, 630 f; vgl. Schol. Thuc. 5, 69; auch τὸ ἐμβατήριον, Polyaen. 1, 10; gew. bei den Lacedämoniern; auch bei den Arkadern, Pol. 4, 20, 12 u. A.; κινήσεις ἐμβατήριοι καὶ χορευτικαί sind eine Art Waffentanz, Ath. I, 21 f.
-
7 εμβατηριος
-
8 μετρικος
-
9 σχηματιζω
(fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)1) давать форму, придавать вид, т.е. образовывать, формировать(τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.)
τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. — естественные образования;τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. — все оформленное возникает из бесформенности;τὸν βραχίονα ἐφ΄ ὕβρει σ. Plut. — делать рукой насмешливый жест2) убирать, украшать(τι πρὸς τὸ βέλτιον Diod.)
ἐσχημάτισται ἀσπὴς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. — щит был разукрашен не как-нибудь;σχηματίζεσθαι κόμην Eur. — убирать свои волосы, причесываться3) сопровождать жестами4) выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.5) танцевать, плясать Arph.6) изображать, представлятьτὰ σχήματα σ. Plat. — принимать позы;
πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. — напускать на себя важность7) воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции(ἐν ταῖς μάχαις Plat.)
8) med. притворяться, прикидыватьсяὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. — он сделал вид, что знает;
σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. — они прикидываются неучеными;ἐσχηματισμένος Plat. — притворяющийся, притворный -
10 ρυθμός
ο1) ритм; ритмичность, размеренность; 2) стройность; симметрия; 3) темп;η άνοδος τού ρυθμού της παραγωγής — рост темпов производства;
ρυθμοί ανάπτυξης темпы роста;4) стиль (зданий, мебели, посуды и т. п.); ордер (архит.); 5) муз. такт;σημαίνω τον ρυθμό — отбивать такт;
βηματίζω με ρυθμό — шагать в такт;
παίζω στον ρυθμό — играть в такт;
6) размер (стиха) -
11 υφεσιακός
η, ό[ν] ослабленный, ненапряжённый;υφεσιακοί ρυθμοί — спокойный ритм (работы и т. п.);
-
12 ῥυθμός
-οῦ ὁ N 2 1-1-0-1-2=5 Ex 28,15; 2 Kgs 16,10; Ct 7,2; Wis 17,17; 19,18measured motion, rhythm Wis 17,17; rhythm, tune Wis 19,18; proportion, form, shape 2 Kgs 16,10ῥυθμοὶ μηρῶν the shapely contours (lines) of your thighs Ct 7,2Cf. LARCHER 1985 977.1085; LE BOULLUEC 1989, 286; RENEHAN 1975, 177; WEVERS 1990, 451 -
13 διάβασις
A crossing over, passage,δ. ποιεῖσθαι Hdt.1.186
, etc.; act of crossing,αἱ δ. τῶν ὀχετῶν διασπῶσι τὰς φάλαγγας Arist. Pol. 1303b12
.2 means or place of crossing, Hdt.1.205;δ. ποταμῶν
fords,Th.
7.74, cf. X.An.1.5.12, etc.; bridge, ib.2.3.10; passage along a ship's deck, gangway, Hp.Ep.14, Plu.Cim.12; ferry-boat, LXX 2 Ki.19.18.II the Jewish Passover, Ph.1.117.III ἡ τῶν ὡρῶν δ. transition of the seasons, Ael.NA9.46.IV in Gramm., transitive force of Verbs,τὰ ἐν δ. τοῦ προσώπου ῥήματα A.D. Synt.202.7
, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάβασις
-
14 διακλάω
II [voice] Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th. 163; enervated,Luc.
Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακλάω
-
15 εὐγενής
A well-born, A.Pers. 704 (troch.), S.OC 728, etc.; ; τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται being tattooed is esteemed a mark of nobility, Hdt. 5.6.2 in Trag. etc. with the connotation noble-minded, generous (more prop. γενναῖος, cf. Arist.Rh. 1390b22), S.Ant.38, Ph. 874, etc.; διαφέρει φύσις γενναίου σκύλακος.. νεανίσκου εὐ. Pl.R. 375a.3 of animals, high-bred,ἵππος Thgn.184
, S.El.25; ;ὄρνιθες Plb.1.58.7
; of plants, of a good sort, Ael.VH2.14;ῥόαι Eriph. 2.11
;πυροί Gal.11.120
;βλαστοί Gp.5.37.2
: so in [comp] Comp., Eub.44;φλέβες καὶ ἶνες Thphr. HP 5.1.7
(s.v.l., cf. εὐτενής); χαλκός S.Fr. 864
(v.l.): metaph., of a wife,ὥσπερ εὐγενῆ χώραν ἐντεκνώσασθαι παρασχεῖν Plu.Cat.Mi.25
.4 of outward form, noble, δέρη, πρόσωπον, E. Hel. 136, Med. 1072; of style,τὸ εὐ. τῆς λέξεως Ael.
NA Epil.;εὐ. ῥυθμοί D.H.Comp.18
.II Adv. - νῶς nobly, bravely,κατθανοῦμεν E.Cyc. 201
, cf. Tr. 727;εὐτυχεῖν Plu.2.7f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγενής
-
16 εὔσχημος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔσχημος
-
17 Κρητικός
II [full] Κρητικόν (sc. ἱμάτιον), τό, short garment, used at sacred rites, Id.Th. 730, Eup.311.2 Κρητικός (sc. ποῦς), ὁ, a metrical foot [ ¯ ?ΚρητικόςX ¯ ], = ἀμφίμακρος, Heph.3.2, cf. A.D. Pron.50.16; so ἔγειρε.., Μοῦσα, K.μέλος Cratin.222
; τὸ K. (sc. μέτρον) Heph.13.1; K. ῥυθμός, ῥυθμοί, D.H.Comp.25, Str.10.4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κρητικός
-
18 μεγεθοποιός
μεγεθο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγεθοποιός
-
19 μετρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετρικός
-
20 πολύπτυκτος
πολύ-πτυκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπτυκτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥυθμοί — ῥυθμόομαι shape pres subj mp 2nd sg ῥυθμόομαι shape pres ind mp 2nd sg ῥυθμός any regular recurring motion masc nom/voc pl ῥυθμόω shape pres subj mp 2nd sg ῥυθμόω shape pres ind mp 2nd sg ῥυθμόω shape pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek