-
1 ῥοή
ῥοή, dor. ῥοά, der Fluß, die Fluth, der Strom; oft bei Hom., der stets den plur. braucht u. gew. noch einen gen. hinzufügt, ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il. 3, 5. Μαιάνδρου 2, 869, ποταμοῖο 11. 372, u. öfter; Pind. u. Tragg.: ἔνϑα πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῖς ἄρδει, Aesch. Pers. 791; Soph. Ai. 415; ἀμπέλου, der Wein, Eur. Bacch. 281 Cycl. 123; Ar. Th. 855. 864; in Prosa, das Fließen, ποταμοῠ ῥοῇ ἀπεικάζων τὰ ὄντα Plat. Crat. 402 a, u. sonst; auch übertr., ἐπέων, Pind. I. 6, 19; Μοισᾶν, N. 7, 12; Bewegung übh., Plat. καὶ κίνησις, Theaet. 152 e; Folgde.
-
2 ροή
-
3 ῥοῇ
-
4 ροή
-
5 ῥοή
-
6 ῥοή
ῥοή, ἡ, [dialect] Dor. [full] ῥοά (dat.pl. [full] ρhοϝαῖσι, IG9(1).868 (Corc., vii/vi B.C.)), ([etym.] ῥέω)A river, stream, freq. in Hom., always in pl., and mostly with gen. added,ἐπ' Ὠκεανοῖο ῥοάων Il.3.5
;Μαιάνδρου τε ῥοάς 2.869
;ποταμοῖο ῥοῇσι Od.6.216
; ὕδατος καλῇσι ῥ. Il.16.229, cf. Schwyzer 289.107 (Priene, ii B.C.); Ὠκεανοῦ ῥ. Hes.Th. 841; also Σκαμάνδριοι ῥ. S.Aj. 419 (lyr.); τεναγέων ῥ. Pi.N.3.25; ἀμπέλου ῥ. the juice of the grape, E.Cyc. 123; ; : rarely in sg.,παρ' Ἰσμηνοῦ ῥοάν Pi.N.11.36
codd. (but ῥοᾶν is prob.);ἀμπέλου ῥοή E.Ba. 281
: in [dialect] Dor. Prose, SIG1183 (Gort.): metaph., stream of song or poesy, ῥοαὶ Μοισᾶν, ἐπέων, Pi.N.7.12, I. 7(6)19; ἡ διὰ τοῦ στόματος ῥ. Pl.Tht. 206d;προμαθείας ῥοαί Pi.N.11.46
; also ῥοαί streams of events, tide of affairs, Id.O.2.33. -
7 ροη
дор. ῥοά ἥ (преимущ. pl.)1) поток, течение(Μαιάνδρου ῥοαί Hom.; ποταμοῦ ῥ. Plat.; ῥ. ἐπέων Pind.)
2) струя, влагаἀμπέλου ῥ. Eur. — виноградная влага, вино
-
8 ῥοή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥοή
-
9 ῥοή
-
10 ροή
η1) течение; поток, струя; 2) выделение, истечение; 3) перен. течение, ход;η ροή των γεγονότων (πραγμάτων) — ход событий (дел)
-
11 ῥοή
ἡ ροή и ὁ ρους (← ρόος) поток, течение (→ κατάρρους > нем. Katarrh, катар) -
12 ροή
[рои] ουσ. 9. течение, потокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ροή
-
13 ροή
[рои] ουσ θ течение, поток. (событий) струя, ток. -
14 ροή
akış, debi, (fizik) akı -
15 ροή
cours -
16 ροή
tok -
17 ροή
flowΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ροή
-
18 ῥοη-τόκος
ῥοη-τόκος, Regenströme erzeugend, Sp.
-
19 παραῤ-ῥοή
-
20 περιῤ-ῥοή
περιῤ-ῥοή, ἡ, das Herum-, Umherfließen, der Abfluß u. Zusammenfluß wohin, Plat. Phaed. 111 e.
См. также в других словарях:
ῥοῇ — ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοή — river fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
ροή — η η ρεύση, το τρέξιμο: Η ροή του νερού δεν είναι κανονική σήμερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπαράλληλη ροή αίματος — Προσαρμοστικός μηχανισμός με τον οποίο μειώνονται οι απώλειες θερμότητας του σώματος των ομοιόθερμων ζώων (θηλαστικών και πτηνών) που ζουν σε πολύ ψυχρό περιβάλλον. Οι αρτηρίες και οι φλέβες που βρίσκονται στην ουρά, στα πόδια και στα πτερύγια… … Dictionary of Greek
ῥοῆι — ῥοῇ , ῥοή river fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
ηλιακός άνεμος — Ροή φορτισμένων σωματιδίων, κυρίως πρωτονίων και ηλεκτρονίων, που εκτοξεύονται από τον Ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου, το ηλιακό στέμμα, έχει θερμοκρασία περίπου 1,5⋅ 106°Κ και είναι φυσικό –σε τόσο υψηλές… … Dictionary of Greek
ῥοαῖς — ῥοή river fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοαῖσι — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοαῖσιν — ῥοή river fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)