-
1 ρίψασπις
-
2 ῥίψασπις
-
3 ῥίψασπις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥίψασπις
-
4 ριψάσπιδα
ῥίψασπιςthrowing away one's shield in battle: masc /fem acc sgῥιψάσπιδοςneut nom /voc /acc pl -
5 ῥιψάσπιδα
ῥίψασπιςthrowing away one's shield in battle: masc /fem acc sgῥιψάσπιδοςneut nom /voc /acc pl -
6 ριψάσπιδας
-
7 ῥιψάσπιδας
-
8 ριψάσπιδες
-
9 ῥιψάσπιδες
-
10 ριψάσπιδι
-
11 ῥιψάσπιδι
-
12 ριψάσπιδος
ῥίψασπιςthrowing away one's shield in battle: masc /fem gen sgῥιψάσπιδοςmasc /fem nom sg -
13 ῥιψάσπιδος
ῥίψασπιςthrowing away one's shield in battle: masc /fem gen sgῥιψάσπιδοςmasc /fem nom sg -
14 ρίψασπιν
-
15 ῥίψασπιν
-
16 ἀπόρρητος
ἀπό-ρρητος, ον,A forbidden, ἀπόρρητον πόλει though it was forbidden to the citizens, S.Ant.44, cf. E.Ph. 1668;τἀπόρρητα δρᾶν Ar.Fr. 622
; τὰ ἀ. forbidden exports, τἀ. ἐξάγειν, ἀποπέμπειν, Id.Eq. 282, Ra. 362; Lg..932c;πράξεις ἀ. Phld.Ir.p.54
W.II not to be spoken, secret, ἀ. ποιεῖσθαι make a secret of, Hdt.9.94; esp. of state secrets, Ar.Eq. 648;ἐν-τῳ ποιεῖσθαι X.An.7.6.43
;τἀπόρρητα ποιοῦνται Lys.12.69
;ὁ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων τοῦ βασιλέως Plu.Luc.17
, cf. OGI 371; ὁ τῶν ἀ. γραμματεύς, = a secretis, Procop.Pers.2.7; ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας keep them secret so that you tell them not to any one, Hdt.9.45; ἐν ἀπορρήτῳ τὴν ἀλήθειαν λέγειν tell as a secret, Pl.Tht. 152c;ἐν ἀ. εἰδέναι And.2.19
; φυλάττειν ἐν ἀπορρήτοις keep as a secret, Arist.Fr. 662; ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν arrest secretly, And.1.45; δι' ἀπορρήτων ἐξαγγέλλειν, ἀκούειν, Lycurg.85, Pl.R. 378a; ;τἀπόρρητ' οἶδεν Id.21.200
; ὁ ἐν ἀπορρήτοις λεγόμενος λόγος of the esoteric doctrines of the Pythagoreans, Pl.Phd. 62b;τὰ ἀ. τῆς κατὰ τὰ μυστήρια τελετῆς SIG 873.9
(Eleusis, ii A.D.); ἐν ἀπορρήτοις in cipher, D.S.15.20: [comp] Comp.- ότερος Paus.2.17.4
, Philostr.VA6.19.2 of sacred things, ineffable, secret, ; ;τἀπόρρητ'.. ἐκφέρειν Ar.Ec. 442
, cf. Pherecr.133;ἐνεργείας Jul.Or.4.151b
.b γόης καὶ ἀ. a 'man of mystery', Philostr.VA8.7.9.3 unfit to be spoken, abominable, Lys.10.2;ἀ. ἀδικίαι Pl.Lg. 854e
;τίς οὐκ οἶδεν.. τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; D.21.149
; of foul abuse,κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγειν ἀλλήλους Id.18.123
, etc.; in [dialect] Att. Law of words (e.g. ῥίψασπις) whose use was punishable, Isoc.20.3.4 of words, not in common use,ἀ. καὶ ἔξω πάτου Luc.Hist. Conscr. 44
.5 τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, Plu.2.284a, cf. Ar.Ec.12, Longin. 43.5.III Adv. ineffably, inexpressibly,Philostr.
VS 2.18; conertly,ἀπορρήτως τὰ γραφόμενα κατεχλεύαζε διὰ τῆς εἰκόνος Eun.Hist.p.263
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρρητος
-
17 ῥίπτω
ῥίπτ-ω, also [full] ῥιπτέω, and (in frequentat. sense) [full] ῥιπτάζω (qq. v.): —[dialect] Ion. Iterat.Aῥίπτασκον Il.15.23
, Od.11.592,- εσκον Nic.Fr.26
: [tense] fut.ῥίψω Il.8.13
, etc.: [tense] aor.ἔρριψα 23.842
, etc. (, Mosch. 3.32,ἀπέριψα Pi.P.6.37
), [dialect] Ep.ῥῖψα Il.3.378
; also [ per.] 3sg. [tense] aor. 2ἔρρῐφε Opp.C.4.350
: [tense] pf.ἔρριφα Lys.10.9
:—[voice] Med., [tense] aor.ῥίψαντο Man.6.10
,ἀπο-ρίψασθαι Gal.16.146
:—[voice] Pass., [tense] fut. ῥιφθήσομαι ([etym.] ἀπορ-) S.Aj. 1019; , Plu. CG3 (v.l. in S.l.c.); 3 [tense] fut.ἐρρίψομαι Luc.Merc.Cond.17
: [tense] aor. ([etym.] ἀπο-), E.Andr.10 (v.l.), Pl.Lg. 944d; also ἐρρίφην [ῐ] E.Hec. 335, Fr. 489, Pl.Lg. 944a, Sosith.3, etc.; poet.ἐρίφην AP12.234
(Strat.): [tense] pf. ἔρριμμαι Orac. ap.Hdt.1.62, E.Med. 1404 (anap.), Ar.Ec. 850, etc.; poet. redupl. , cf. PMag.Par.1.194, 2039 ([etym.] ἀπο-): [tense] plpf.ἔρριπτο Luc.Nec.17
. [[pron. full] ῑ by nature, Hdn.Gr.2.10; freq. written with ει in later Inscrr. (cf. ῥιπτέω, καταρρίπτω) and Papyri, as Phld.Ir.p.38 W., ([etym.] προς-) Rh.2.94 S.; the [dialect] Ep. [tense] aor. 1 is ῥῖψα, not ῥίψα: [pron. full] ῐ in [tense] fut. 2 and [tense] aor. 2 [voice] Pass.]:—throw, cast, hurl,σόλον, σφαῖραν Il.23.842
, Od.6.115;χερσί Pi.P.3.57
;ῥ. ἀπὸ βηλοῦ Il.1.591
, etc.; , cf. A.Pr. 1051 (anap.);ἐς τὸ δυστυχές Id.Ch. 913
; ;ποτὶ νέφεα Od.11.592
; χθονὶ ῥ. ἑαυτόν throw on the ground, S.Tr. 790, cf. E.IA39 (anap.);ἐς ὕδωρ ψυχρόν Th.2.49
: abs., ἐρριμμένος prostrate,ἐρριμμένους καὶ μεθύοντας Plb.5.48.2
; ἔτι τῶν νεκρῶν.. ἐρριμμένων ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς lying, Plu.Galb.28;κλῶνας ἔχουσα ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους Dsc.1.29
, cf. 4.169; ἔρριπται νεκροῖς ὅμοια, of hibernating animals, Aët.16.67; have been deposited,PCair.Zen.
467.5 (iii B.C.); cast a net, ἔρριπται ὁ βόλος the cast have been made, Orac. ap. Hdt.1.62; αὐτοῦ χερμάδας.. ἔρριπτον threw stones at him, E.Ba. 1097, cf. Cyc.51 (lyr.); ῥ. τινὰ πρὸς πέτραν throw him against a rock, S.Tr. 780; but κατὰ στύφλου πέτρας down from a rock, E.IT 1430, cf. A.Pr. 748; κατὰ κρημνῶν down a precipice, Th.7.44, Pl.Lg. 944a ([voice] Pass.);ὠλένας πρὸς οὐρανόν E.Hel. 1096
.II like ῥιπτάζω, ῥ. ἑωυτήν toss oneself about, as in a fever, Hp.Mul.1.2;ἐπὶ λαιὰ καὶ ἐπὶ δεξιὰ σαυτόν AP5.118
(Crin.): generally, throw about, , cf. Ba. 150 (both lyr.); winnow, Gal.6.541.IV throw off or away, of arms, E.El. 820; of clothes, Pl.R. 474a, Lys.3.12; so ἔρριψε Πάγασος δεσπόταν threw him, Pi.I.7(6).44; esp. ῥ. ἀσπίδα (cf. ῥίψασπις), Lys.10.9, etc.;βιβλίον PUniv.Giss.20.12
(ii A.D.).V ῥ. λόγους cast them forth, hurl them, A.Pr. 314, E.Alc. 680;τὸ προειρημένον ἀναποδείκτως ἐρρίφθαι Phld.Rh.1.57
S.; also, throw them away, waste them, A.Ag. 1068, cf. E.Med. 1404 (anap., [voice] Pass.);λόγοι μάτην ῥιφέντες Id.Hec. 335
; so οἴχεται.. ταῦτ' ἐρριμμένα set at naught, S. Aj. 1271.VI ῥ. ἐπὶ πάντας τοὺς κλήρους, as in a scramble, Pl. R. 617e;ῥ. πάντα κύβον κεφαλῆς ὕπερθεν ἐμῆς AP5.24
([Phld.]): hence ῥ. κίνδυνον make a bold throw, run a risk, E.Fr.402.7.VII ῥ. ἑαυτόν throw or cast oneself down, X.Cyr.3.1.25: abs., fling oneself,ἐς πόντον Thgn.176
; ;τάφρον ἐς κοίλην Id.Alc. 897
(anap.);ῥ. ἐν πένθει κατὰ δρία Id.Hel. 1325
(lyr.), cf. Men.312, Vett. Val.126.22; cf.βάλλω A. 111
.
См. также в других словарях:
ῥίψασπις — throwing away one s shield in battle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρίψασπις — ο, η, ΝΑ 1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα τής μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο 2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, φέρ… … Dictionary of Greek
ῥιψάσπιδα — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψάσπιδας — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψάσπιδες — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψάσπιδι — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥιψάσπιδος — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem gen sg ῥιψάσπιδος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥίψασπιν — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… … Dictionary of Greek
ασπιδαποβλής — ἀσπιδαποβλής, ο (Α) ο ρίψασπις, αυτός που σε ώρα μάχης εγκαταλείπει τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + αποβάλλω] … Dictionary of Greek
ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… … Dictionary of Greek