Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥίψασπις

См. также в других словарях:

  • ῥίψασπις — throwing away one s shield in battle masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρίψασπις — ο, η, ΝΑ 1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα τής μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο 2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. μίκρ ασπις, φέρ… …   Dictionary of Greek

  • ῥιψάσπιδα — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg ῥιψάσπιδος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιψάσπιδας — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιψάσπιδες — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιψάσπιδι — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥιψάσπιδος — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem gen sg ῥιψάσπιδος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥίψασπιν — ῥίψασπις throwing away one s shield in battle masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • ασπιδαποβλής — ἀσπιδαποβλής, ο (Α) ο ρίψασπις, αυτός που σε ώρα μάχης εγκαταλείπει τα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς( ίδος) + αποβάλλω] …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»