Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ᾤμωξεν

См. также в других словарях:

  • ᾤμωξεν — οἰμώσσω aor ind act 3rd sg οἰμώζω wail aloud aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὤιμωξεν — ᾤμωξεν , οἰμώσσω aor ind act 3rd sg ᾤμωξεν , οἰμώζω wail aloud aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»