-
1 υστατος
3[superl. к ὕστερος I] последний, крайний, конечный Hom., Trag. etc. - см. тж. ὕστατα, ὑστάτη и ὕστατον -
2 ύστατος
-
3 ὕστατος
-
4 ὕστατος
ὕστατος, superlat. zu ὕστερος, der letzte, äußerste, hinterste, vom Raume; auch von der Zeit, τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕστατον ἐξενάριξεν Il. 5, 703, u. oft; ὡς ἅμα ϑ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦϑον ἀκούσειαν 2, 281; u. adverbial, πύματόν τε καὶ ὕστατον Od. 20, 116; auch ὕστα-τα, zum letzten Mal, 22, 78, wie Il. 1, 232; Plat. Phaed. 60 a u. öfter; τὸ ὕστατον μέλψασα ϑανάσιμον γόον Aesch. Ag. 1420, u. öfter; ὕστατον πρόςφϑεγμα Eur. Heracl. 573; ἐν τοῖς ὑστάτοις φράσω Ar. Ran. 906.
-
5 ὕστατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστατος
-
6 ὕστατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὕστατος
-
7 ὕστατος
-
8 ὕστατος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41 -
9 ύστατος
-
10 ὕστατος
3 последний -
11 ύστατος
[истатос] εκ. самый последний, крайний,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ύστατος
-
12 ύστατος
[истатос] επ самый последний, крайний. -
13 ύστατος
son, en son -
14 ύστατος
ultimateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ύστατος
-
15 παν-ύστατος
παν-ύστατος, η, ον, der ganz letzte, der allerletzte; Il. 23, 547 Od. 9, 452; Soph. τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν, Trach. 871; πρόςοψις, Eur. Or. 1021, öfter; Ar. Ach. 1147; sp. D.; – πανύστατον, zum letzten Mal, Soph. Ai. 845, wie Eur. Alc. 162; auch οὓς πανύστατ' ὄμμασιν προςδέρκομαι, Herc. F. 457.
-
16 ὕστερος
A latter, last, [comp] Comp. and [comp] Sup. without any Posit. Adj. in use. (The Posit. must be looked for in Skt. úd 'up'; with ὕστερος, ὕστατος cf. Skt. [comp] Comp. and [comp] Sup. úttaras, uttamás 'higher, (later)', 'highest, (latest)'; cf. ὑστέρα.)A [full] ὕστερος, α, ον, latter:I of Place, coming after, behind,ὑστέρῳ ποδί E.Hipp. 1243
, HF 1040; ὑστέρας ἔχων πώλους keeping them behind, S.El. 734;ὕ. λόχος X.Cyr.2.3.21
;ἐν τῷ ὑ. λόγῳ Antipho 6.14
, cf. Pi.O.11(10).5, Pl.Grg. 503c, etc.; τὰ ὕ. the latter clauses, Plu.2.742d (s. v. l., δεύτερα Turnebus): c. gen., ὕστεροι ἡμῶν behind us, Pl.Ly. 206e, cf. Th.3.103; οὐδὲν ὑστέρα νεώς not a whit behind ( slower than) a ship, A.Eu. 251.II of Time, next,ὁ δ' ὕστερος ὄρνυτο χαλκῷ Il.5.17
, 16.479; τῷ ὑ. ἔτει in the next year, X HG7.2.10;τῇ ὑ. Ὀλυμπιάδι Hdt.6.103
; ὑ. χρόνῳ in after time, Id.1.130, A.Ag. 702 (lyr.), etc.;ἐν ὑ. χρόνοις Pl.Lg. 865a
;ἐν ὑστέραισιν ἡμέραις A.Ag. 1666
(troch.); δεκάτῃ ὑ. or ὑ. δεκάτῃ, on the [ per.] 21st day, Decr. ap. D.L.7.10, cf. Longin.Rh. p.192 H.: c. gen., later than, after,σεῦ ὕστερος εἶμ' ὑπὸ γαῖαν Il.18.333
, cf. Ar.Ec. 859, Pl.Phd. 87c, al.:ὑ. χρόνῳ τούτων Hdt.4.166
, 5.32, cf. Th.2.54.2 later, too late,ὕ. ἐλθών Il.18.320
;κἂν ὕ. ἔλθῃ Ar.V. 691
(anap.);μῶν ὕστεραι πάρεσμεν; Id.Lys.69
;ὑ. ἀφικνεῖσθαι Th.4.90
; ὕ. (sc. ἐλθών) S.OT 222, Tr.92;Διονύσιος ὁ ὕ. D.
the second, Arist.Pol. 1312a4.3 c. gen. rei, too late for,ὕστεροι ἀπικόμενοι τῆς συμβολῆς Hdt.6.120
;ὕ. ἐλθεῖν τοῦ σημείου Ar.V. 690
(anap.);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι E.HF 1174
;ὕ. ἀφίκοντο τῆς μάχης μιᾷ ἡμέρᾳ Pl.Lg. 698e
.III of inferiority in Age, Worth, or Quality, γένει ὕ., i.e. younger, Il.3.215; c. gen., οὐδενὸς ὕ. second to none, S.Ph. 181(lyr.), cf. Th.1.91;γυναικὸς ὕ. S. Ant. 746
; μηδ' ἔμπροσθεν τῶν νόμων, ἀλλ' ὕ. πολιτεύου not putting yourself above the laws, but below them, Aeschin.3.23; σῶμα δεύτερον καὶ ὕ (sc. ψυχῆς) Pl.Lg. 896c; νομίσας πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι that all things were secondary to.., Th.8.41.2 logically posterior,ὁ τόπος ὕ. τῆς ὕλης Plot.2.4.12
.IV Adv. ὑστέρως is found only in Eccl. writers, the ascription to Plato by Ammon. Diff.p.115V., Thom.Mag.p.284 R. being now corrected from Ptol. Ascal.p.405 H., where codd. have δευτέρως: the neut. ὕστερον was used, rarely of Place, behind,ὀπαδεῖν ὕ. A.Fr. 475
;ὕ. τῶν ἱππέων γίγνεσθαι X.Cyr.5.3.42
.2 of Time, later, afterwards, parm.8.10, Hdt.6.91, etc.; also τὸ ὕ., opp. τὸ παλαιόν, Lycurg.61;ὕστερα Od.16.319
; freq. with other words,ὕ. αὖτις Il.1.27
;οὔποτ' αὖθις ὕ. S.Aj. 858
; ἔπειτα δ' ὕ., after μέν, Antiph.270;εἶτα.. ὕ. Id.53.4
; χρόνῳ ὕ. πολλῷ a long time after, Hdt.1.171; ὕ. χρόνῳ or χρόνῳ ὕ. some time later, Th.1.8,64;χρόνοις ὕ. Lys.3.39
;βραχεῖ χρόνῳ ὕ. X.Cyr.5.3.52
;οὐ πολλαῖς ἡμέραις ὕ. Id.HG1.1.1
; ὀλίγῳ orὀλίγον ὕ. Pl.R. 327c
, Grg. 471c;πολλῷ ὕ. Th.2.49
, Pl.Phd. 58a;οἱ ἄνθρωποι οἱ ὕ.
posterity,Id.
R. 415d; τὰ ὕ. γράμματα the later inscriptions, Id.Chrm. 165a.b c. gen.,ὕ. τούτων Hdt.1.113
, etc.;ὕ. ἔτι τούτων Id.9.83
; τῆς ἐμεωυτοῦ γνώμης ὕ. after my own opinion was formed, Id.2.18; τοῦ δέοντος ὕ. later than ought to be, Ar.Lys.57: c. dat. et gen.,ἔτεσι πολλοῖσι ὕ. τούτων Hdt.6.140
, cf. 1.91;πολλῷ ὕ. τῶν Τρωϊκῶν Th.1.3
, cf. Isoc. 19.22: folld. byἤ, τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ ὕ... ἢ ποτείδαια ἀπέστη Th. 1.60
, cf. 6.4.3 in Adv. sense with Preps.,ἐς ὕστερον Od.12.126
, Hes.Op. 351, Hdt.5.41,74, S.Ant. 1194, E.IA 720, Pl.Ti. 82b, etc.:ἐν ὑστέρῳ Th.3.13
, 8.27:ἐξ ὑστέρου D.S.14.109
, D.H.4.73; alsoἐξ ὑστέρης Hdt.1.108
, 5.106, 6.85.B [full] ὕστᾰτος, η, ον, last:I of Place,ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι Il.2.281
; εὐθυντὴρ ὕστατος νεώς hindmost, of a rudder, A. Supp. 717;ἡμῖν τοῖς ὑ. κατακειμενοις Pl.Smp. 177e
.II of Time,τίνα πρῶτον, τίνα δ' ὕ. ἐξενάριξεν; Il.11.299
, cf. 5.703, E HF485, etc.;ὁ δ' ὕ. γε.. πρεσβεύεται A.Ag. 1300
; ἡλίου.. πρὸς ὕ. φῶς ib. 1324; τὸν ὕ. μέλψασα γόον ib. 1445;τοὔπος ὕ. θροεῖ S.Aj. 864
; ἡ ὑστάτη (sc. ἡμέρα) τῆς ὁρτῆς the last day of.., Hdt.2.151;ἐν τοῖσιν ὑ. φράσω Ar. Ra. 908
; οὐκ ἐν ὑστάτοις not among the last, E. Ion 1115;οἱ ὕστατοι εἰπόντες D.1.16
, etc.; ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις meeting with his downfall at last, Pi.O.10(11).41.III of Rank or Degree,οὐκ ἐν ὑστάτοις S.Tr. 315
; τὰ ὕ. πάσχειν, like τὰ ἔσχατα, Luc.Phal.1.5.IV for regul. Adv. ὑστάτως (which occurs only in Hippiatr. 20), the neut. sg. and pl. are used,πύματόν τε καὶ ὕστατον Od.20.116
;ὕστατα καὶ πύματα 4.685
, 20.13;νῦν ὕστατα Il.1.232
, Od.22.78;ὕστατα ὁρμηθέντες Hdt.8.43
;καὶ πρῶτον καὶ ὕ. Pl.Mx. 247a
; ὕ. δή σε προσεροῦσι, τὸ ὕ. προσειπεῖν, Id.Phd. 60a, Luc.VH1.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕστερος
-
17 ύστατ'
ὕστατα, ὕστατοςneut nom /voc /acc plὕστατε, ὕστατοςmasc voc sgὕσταται, ὕστατοςfem nom /voc plὕστατα, ὕστεροςlatter: neut nom /voc /acc plὕστατε, ὕστεροςlatter: masc voc sgὕσταται, ὕστεροςlatter: fem nom /voc pl -
18 ὕστατ'
ὕστατα, ὕστατοςneut nom /voc /acc plὕστατε, ὕστατοςmasc voc sgὕσταται, ὕστατοςfem nom /voc plὕστατα, ὕστεροςlatter: neut nom /voc /acc plὕστατε, ὕστεροςlatter: masc voc sgὕσταται, ὕστεροςlatter: fem nom /voc pl -
19 υστατιος
-
20 υστάτας
ὑστάτᾱς, ὕστατοςfem acc plὑστάτᾱς, ὕστατοςfem gen sg (doric aeolic)ὑστάτᾱς, ὕστεροςlatter: fem acc plὑστάτᾱς, ὕστεροςlatter: fem gen sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ὕστατος — masc nom sg ὕστερος latter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύστατος — η, ο / ὕστατος, άτη, ον, ΝΜΑ (με χρον. και τοπ. σημ.) τελευταίος, έσχατος (α. «ήρθε την ύστατη στιγμή» β. «ἅμα θ oἱ πρῶτοι τε καὶ ὕστατοι», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για αξίωμα ή βαθμό) ανώτατος, ύψιστος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὑστατη (ενν. ἡμέρα) η… … Dictionary of Greek
ύστατος — η, ο (υπερθ. του συγκρ. ύστερος), έσχατος, ολωσδιόλου τελευταίος (τοπικά και χρονικά): Ύστατη στιγμή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστάτων — ὕστατος fem gen pl ὕστατος masc/neut gen pl ὕστερος latter fem gen pl ὕστερος latter masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτως — ὕστατος adverbial ὕστατος masc acc pl (doric) ὕστερος latter adverbial ὕστερος latter masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕστατον — ὕστατος masc acc sg ὕστατος neut nom/voc/acc sg ὕστερος latter masc acc sg ὕστερος latter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάταις — ὕστατος fem dat pl ὕστερος latter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτη — ὕστατος fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτην — ὕστατος fem acc sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτης — ὕστατος fem gen sg (attic epic ionic) ὕστερος latter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστάτοις — ὕστατος masc/neut dat pl ὕστερος latter masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)