Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὕριχος

См. также в других словарях:

  • υριχός — ὁ, Α βλ. σύριχος …   Dictionary of Greek

  • ὑριχούς — ὑριχός wicker basket masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύριχος — και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α συρίσκος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. τού καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»