-
1 υποπτος
21) подозрительный, недоверчивый(πρός τινα Plut.)
2) предполагающий, опасающийсяὕ. ὢν Τρωϊκῆς ἁλώσεως Eur. — предвидя взятие Трои
3) внушающий подозрение, подозрительныйὕ. τινι Thuc., Eur.; — внушающий подозрение кому-л.;
τοῦτο ὕποπτον ἂν γένοιτο Xen. — это могло бы возбудить подозрение - см. тж. ὕποπτον -
2 ύποπτος
η, ο [ος, ον ] подозрительный, вызывающий подозрение, не внушающий доверия; сомнительный;έχω σχέσεις με ύποπτα πρόσωπα — иметь дело с сомнительными людьми;
ως ύποπτος — по подозрению
-
3 ύποπτος
[ипоптос] επ./ουσ. подозрительный, недоверчивый, подозрительный, не внушающий доверия,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ύποπτος
-
4 ύποπτος
[ипоптос] επ/ουσ подозрительный, недоверчивый, подозрительный, не внушающий доверия. -
5 ανυποπτος
21) не возбуждающий подозрений Thuc., Xen.2) не питающий подозрений Polyb., Plut.3) незаметный(τινι Sext.)
-
6 καχυποπτος
-
7 τύπος
ο1) форма, вид, тип; 2) образец (тж. перен.); модель, форма, шаблон; трафарет;είναι τύπος και υπογραμμός — отличаться образцовым поведением;
3) формальность; форма; проформа (разг); церемония;άνθρωπος των τύπων — чопорный, церемонный человек;
δικονομικοί τύποι — процессуальные формы;
τύπος χωρίς σημασία — пустая формальность;
κρατώ τούς τύπους — а) (тж. τηρώ τούς τύπους) — соблюдать все формальности;
б) соблюдать церемонии, церемониться;χωρίς τύπους — без церемоний;
γιά τον τύπο — формально; — для проформы, для вида; — для отвода глаз (разг);
4) след, отпечаток;5) печать, пресса;περιοδικός τύπος — периодическая печать, пресса;
δημοσιεύω στον τύπο — опубликовать в печати;
διά τού τύπου — через газету, печать;
6) формула;7) тип (неодобр. — о человеке);ΰποπτος τύπος — подозрительный тип;
είναι ένας τύπ! — вот это тип!;
τί τύπος είναι αυτός; — что это за тип?;
§ κατά τύπους — с виду, на вид
См. также в других словарях:
ὕποπτος — viewed with suspicion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύποπτος — η, ο / ὕποπτος, ον, ΝΜΑ αυτός που γεννά υποψίες, που παρέχει υποψίες, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη (α. «είναι ύποπτο άτομο» β. «ἐγὼ δ ὕποπτος ἐχθρὸς ἦ παλαιγενής», Αισχύλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ύποπτος (νομ.) κάθε πρόσωπο για το οποίο υπάρχει … Dictionary of Greek
ύποπτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί την υποψία, που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη: Ύποπτη συμπεριφορά. 2. αυτός που έχει υποψίες, ο γεμάτος υποψίες: Η αστυνομία είναι ύποπτη ότι αυτός έκανε την κλοπή. 3. το αρσ. ως ουσ., ύποπτος άνθρωπος που δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποπτότερον — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial comp ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότατα — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial superl ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόπτως — ὕποπτος viewed with suspicion adverbial ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕποπτον — ὕποπτος viewed with suspicion masc/fem acc sg ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτοτέρους — ὕποπτος viewed with suspicion masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότερα — ὕποπτος viewed with suspicion neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότεραι — ὕποπτος viewed with suspicion fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποπτότεροι — ὕποπτος viewed with suspicion masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)