-
1 υποκειμένων
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp fem gen plὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc /neut gen plὑπόκειμαιlie under: pres part mp fem gen plὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc /neut gen pl -
2 ὑποκειμένων
ὑπόκειμαιlie under: perf part mp fem gen plὑπόκειμαιlie under: perf part mp masc /neut gen plὑπόκειμαιlie under: pres part mp fem gen plὑπόκειμαιlie under: pres part mp masc /neut gen pl -
3 ὑπόκειμαι
ὑπόκειμαι, used as [voice] Pass. of ὑποτίθημι, [tense] fut. ὑποκείσομαι Pi.O.1.85, etc., but [tense] aor. ὑπετέθην:—A lie under,ὑπὸ δὲ ξύλα κεῖται Il.21.364
;θεμέλιοι ὑ. Th.1.93
;τὸν μηρὸν ὑποκείμενον ἔχειν Arist.IA 712b32
, cf. PA 686a13, 689b18: c. dat.,τοιαύτης τῆς κρηπῖδος ὑποκειμένης ταῖς πολιτείαις Pl.Plt. 301e
: τὰ ὑποκείμενα, opp. τὰ ὑπερκείμενα, Sor.1.8.2 of places, lie close to,ὑποκειμένης τῆς Εὐβοίας ὑπὸ τὴν Ἀττικήν Isoc. 4.108
;ὑ. τὸ πεδίον τῷ ἱερῷ Aeschin.3.118
;λόφος ὑποκείμενος τοῖς Σιννάκοις Plu.Crass.29
;τὸ τὴν οἰκουμένην ὑποκεῖσθαι πρὸς τοῦτον τὸν τόπον Arist.Mete. 364a7
, cf.Pr. 941b39;<τὰ> πρὸς βορρᾶν καὶ ἄρκτον ὑποκείμενα μέρη τῶν ὀρέων Gp.2.5.1
; τὰ ὑποκείμενα ἐδάφη the adjacent soil, D.S.3.50; ἡ-κειμένη χώρα the adjacent country, ibid. (but, the adjacent low lands, Id.2.37, Plu.Sert.17);ὄρος ὑπόκειται Plb.5.59.4
codd. ( ἐπίκ- Schweigh.);ὁ ὑποκείμενος ποταμός Id.3.74.2
; ὑποκεῖσθαι πρὸς τὴν ο?ὑπόκειμαιXψιν to be presented to the sight, Demetr.Lac.Herc.1013.17.3 to be given below in the text,κατὰ τὴν.. συγγραφήν, ἧς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται PCair.Zen.355.122
(iii B. C.); γράψον.. τοὺς χαρακτῆρας ὡς ὑπόκειται as below, PMag.Par.1.408; λέγε τὸν λόγον τὸν ὑποκείμενον ib.230; ὡς ὑπόκειται as below, Sammelb.5231.11 (i A. D.), etc.; also, as set forth, PKlein.Form.78 (v/vi A. D.).II in various metaph. senses,1 to be established, set before one (by oneself or another) as an aim or principle, ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος ὑποκείσεται shall be my appointed task, Pi. l. c.; δυοῖν ὑποκειμένοιν ὀνομάτοιν two phrases being prescribed, having legal sanction, D.23.36; ὑπόκειται πρῶτον μὲν διωμοσία, δεύτερον δὲ λόγος the prescribed course is.., ib.71; μένειν ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων to abide by one's resolves, Plb.1.19.6, 2.51.1;μένειν ἐπὶ τῆς ὑ. γνώμης Id.1.40.5
; ἐμοὶ ὑπόκειται ὅτι .. for me it is a fixed principle that.., Hdt.2.123, cf. Arist.Oec. 1343b9;νομίζω συμφέρειν.. τοῦθ' ὑποκεῖσθαι D.14.3
; τῶν πραγμάτων ἐν οἷς τὰ ὑποκείμενα διαφέρει τῷ εἴδει things of which the principles differ in kind, Arist.Pol. 1275a35; τὰς ὑποκειμένας μοίρας τξ the conventional 3600, Ptol.Alm.5.1.2 to be assumed as a hypothesis (cf.ὑπόθεσις 111
), Pl.Cra. 436d, al.; ὑπέκειτο μὴ οἷόν τε εἶναι .. Id.Erx. 404b;τούτων ὑποκειμένων Id.Prt. 359a
, R. 478e; τὴν ἐκ τῶν -κειμένων ἀρίστην [πολιτείαν] the best (possible) in the circumstances, opp. to τὴν κρατίστην ἁπλῶς and to τὴν ἐξ ὑποθέσεως, Arist. Pol. 1288b26; let it be taken for granted,Id.
EN 1103b32, cf. 1129a11, al., Gal.15.175; ὑποκείσθω ὅτι .. let it be taken for granted that.., Arist.Pol. 1323b40;ὑ. εἶναι τὴν ἡδονὴν κίνησιν Id.Rh. 1369b33
: so with a nom., ὑ. ἡ ἀρετὴ εἶναι .. Id.EN 1104b27, cf. Rh. 1357a11: c. part.,τοιόνδε ζῷον ὑ. ὄν Id.GA 778b17
: without any Verb, ἡ τοῦ δέρματος φύσις ὑ. γεώδης (sc. εἶναι or οὖσα) ib. 782a29, etc.: cf. ὑποτίθημι IV. 1.4 to be in prospect, ; ; παρ' ὑμῖν ὀργὴ μεγάλη καὶ τιμωρία ὑπόκειται τοῖς τὰ ψευδῆ μαρτυροῦσι is reserved for them, Id.34.19, cf. Lycurg.130; δυοῖν κινδύνοιν -κειμένοιν ibid.;ὁρᾶν τὸν θάνατον ὑποκείμενον PPetr.3p.73
(iii B. C.); (iii B. C.);τοῦτο καὶ τοῖς μηθὲν ἀσεβὲς ἐπιτελεσαμένοις κατὰ τοὺς τοῦ πολέμου νόμους ὑπόκειται παθεῖν Plb.2.58.10
.5 to be subject to, submit to,τῷ ἄρχοντι Pl.Grg. 510c
;βασιλεῖ Philostr. VA3.20
;πατράσιν POxy. 237 vii 16
(ii A. D.);ἐξετάσεσιν PFlor.33.14
(iv A. D.);βασάνοις POxy.58.25
(iii A. D.): abs., pay court to one, ; τῷ λόγῳ to be captivated by the story, Philostr.VA6.14; subdued,Id.
VS2.4.2.6 to be subject to, liable to a penalty, Supp.Epigr.6.424, cf. 415,421, al. ([place name] Iconium), PLond.1.77.53 (vi A. D.): also c. acc.,ὑποκείσεται τῷ φίσκῳ δηνάρια πεντακόσια Rev.Phil.36.61
([place name] Iconium).7 to be pledged or mortgaged, c. gen., for a certain sum, Is.6.33, D.49.11,35;ναῦς ὑποκειμένη ἡμῖν Id.56.4
; τὰ ὑποκείμενα the articles pledged, Syngr. ap.D.35.12; the mortgaged property, SIG1044.28 (Halic., iv/iii B. C.);ἐνέχυρα-κείμενα IG12(7).58
([place name] Amorgos); ὑποκείμενοι, of slaves pledged for a sum of money, D.27.9.b of payments, to have been granted or allocated, ἀποφαίνουσιν ὑποκεῖσθαι ἐν τῇ γραφῇ τῶν εἰς τὰ ἱερὰ (sc. ὑποκειμένων)δίδοσθαι κτλ. UPZ21.4
(ii B. C.), cf. 23.21 (ii B. C.), BGU 1197.4, 1200.28 (both i B. C.): Subst. ὑποκείμενα, τά, = φιλάνθρωπα, salary ( ear-marked proceeds of taxes),τὰ ἐπιβάλλοντά μοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ὑ. PLond.2.357.9
, cf. 5 (i A. D.);ὑ. αἰτεῖ ἀπὸ τῶν κωμῶν BGU23.12
(ii/iii A. D.), cf. OGI665.19,26 (Egypt, i A. D.): c. dat., as part of name of specific taxes,ὑ. βασιλικῇ γραμματείᾳ
ear-marked for the benefit of..,PPar.
17.22 (ii A. D.);ὑ. τοπογραμματείᾳ PSI1.101.18
(ii A. D.), cf. POxy.1436.23 (ii A. D.), etc.: also in sg.,ὑποκείμενον ἐπιστρατηγία BGU 199.14
(ii A. D.), cf. PFlor.375.22 (ii A. D.), etc.: also c. gen.,ὑ. ἐννομίου PRyl.213.72
, al. (ii A. D.); τοπαρχίας ib.73, etc.8 in Philosophy, to underlie, as the foundation in which something else inheres, to be implied or presupposed by something else,ἑκάστῳ τῶν ὀνομάτων.. ὑ. τις ἴδιος οὐσία Pl.Prt. 349b
, cf. Cra. 422d, R. 581c, Ti.Locr.97e: τὸ ὑποκείμενον has three main applications: (1) to the matter which underlies the form, opp. εἶδος, ἐντελέχεια, Arist.Metaph. 983a30; (2) to the substance (matter + form) which underlies the accidents, opp. πάθη, συμβεβηκότα, Id.Cat. 1a20,27, Metaph. 1037b16, 983b16; (3) to the logical subject to which attributes are ascribed, opp. τὸ κατηγορούμενον, Id.Cat. 1b10,21, Ph. 189a31: applications (1 ) and (2 ) are distinguished in Id.Metaph. 1038b5, 1029a1-5, 1042a26-31: τὸ ὑ. is occasionally used of what underlies or is presupposed in some other way, e. g. of the positive termini presupposed by change, Id.Ph. 225a3-7.b exist, τὸ ἐκτὸς ὑποκείμενον the external reality, Stoic.2.48, cf. Epicur.Ep.1pp.12,24 U.;φῶς εἶναι τὸ χρῶμα τοῖς ὑ. ἐπιπῖπτον Aristarch.
Sam. ap. Placit.1.15.5;τὸ κρῖνον τί τε φαίνεται μόνον καὶ τί σὺν τῷ φαίνεσθαι ἔτι καὶ κατ' ἀλήθειαν ὑπόκειται S.E.M.7.143
, cf. 83,90,91, 10.240; = ὑπάρχω, τὰ ὑποκείμενα πράγματα the existing state of affairs, Plb.11.28.2, cf. 11.29.1, 15.8.11,13, 3.31.6, Eun.VSp.474 B.;Τίτος ἐξ ὑποκειμένων ἐνίκα, χρώμενος ὁπλις μοῖς καὶ τάξεσιν αἷς παρέλαβε Plu.Comp.Phil.Flam.2
;τῆς αὐτῆς δυνάμεως ὑποκειμένης Id.2.336b
;ἐχομένου τοῦ προσιόντος λόγου ὡς πρὸς τὸν ὑποκείμενον A.D.Synt.122.17
.c ὁ ὑ. ἐνιαυτός the year in question, D.S.11.75; οἱ ὑ. καιροί the time in question, Id.16.40, Plb.2.63.6, cf. Plu.Comp.Sol.Publ.4; τοῦ ὑ. μηνός the current month, PTeb.14.14 (ii B. C.), al.; ἐκ τοῦ ὑ. φόρου in return for a reduction from the said rent, PCair.Zen.649.18 (iii B. C.); πρὸς τὸ ὑ. νόει according to the context, Gp.6.11.7.9 in logical arrangement, to be subject or subordinate,τῇ.. ἰατρικῇ.. ἡ ὀψοποιικὴ.. ὑ. Pl. Grg. 465b
;ὁ τὴν καθόλου ἐπιστήμην ἔχων οἶδέ πως πάντα τὰ ὑποκείμενα Arist.Metaph. 982a23
, cf. APo. 91a11;ἑκάστη [τέχνη] περὶ τὸ αὐτῇ ὑ. ἐστι διδασκαλική Id.Rh. 1355b28
.b ἡ ὑ. ὕλη the subject-matter of a science or treatise, Id.EN 1094b12, 1098a28, Phld.Po.Herc.1676.3 (pl.); τὸ ὑ. the part affected by a disease, Plb.1.81.6.III trans., = ὑποτέθειμαι, I have appended,ὧν τὸ καθ' ἓν ὑπόκειμαι PTeb. 140
(i B. C.); cf. παράκειμαι ([place name] Addenda).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκειμαι
-
4 θεμέλιος
θεμέλῐ-ος, ον,A of or for the foundation, ;οἰκόπεδα D.S.5.66
: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph. 237b13, Metaph. 1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a;θ. ἀγνοίας Ph.1.266
; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93;τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA 668a19
: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. (s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph. 200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων.. θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg.,ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17
(iv A.D.)): metaph.,ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2
, etc.;ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2
; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr. 174, cf. Vett.Val.82.24,al.III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμέλιος
-
5 προσδοκία
προσδοκ-ία, ἡ,A looking for, expectation, whether in hope or fear, but more commonly fear,1 c. gen., μέλλοντος κακοῦ, δεινῶν, Pl.La. 198b, Ti. 70c;π. τοῦ μέλλοντος Arist.PA 669a21
;τὸν φόβον ὁρίζονται π. κακοῦ Id.EN 1115a9
: in good sense,π. ἀγαθῶν ἐμβάλλειν X.Cyr.1.6.19
(pl.); τῆς ἀσφαλείας ἔχειν π. D.18.281;π. μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ Pl.Smp. 194a
; τὰς τῶν ἔργων προσδοκίας ἀπαιτεῖν τινα, i.e. the fulfilment of the expectations raised, Aeschin.2.178.2 abs.,τῶν ὑποκειμένων π. καὶ τῶν ἐλπίδων D.19.24
; αἱ ἔσχαται π. D.S.20.78.3 folld. by a conjunction, προσδοκία οὐδεμία (sc. ἦν)μὴ ἐπιπλεύσειαν Th.2.93
;π. οὔσης μή τι νεωτερίσωσιν Id.5.14
;προσδοκίαν παρέχειν ὡς.. Id.7.12
;π. ἐμποιεῖν ὡς.. Isoc.8.6
.4 with Preps., πρὸς προσδοκίαν according to expectation, Th.6.63; κατὰ τὴν π. Pl.Sph. 264b; opp. παρὰ προσδοκίαν, which is used of a kind of joke freq. in Com., e.g. ἔχειν ὑπὸ ποσσὶ—χίμεθλα (where πέδιλα was expected), Demetr.Eloc. 152, Hermog.Meth.34, Tib. Fig.16: generally,τὸ παρὰ π. ἐξαπίναιον Phld.Herc.1251.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσδοκία
-
6 σωτηρία
A deliverance, preservation,σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν Hdt.5.98
;σ. μηχανᾶσθαι Id.7.172
;σ. Ἕλλησι δώσουσ' ἔρχομαι E.IA 1472
;σ. κατεργάσασθαι Id.Heracl. 1045
; ; ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι, Pl.Lg. 647b, Prt. 321b, Th.6.83;σωτηρίαν ἔχειν S.Aj. 1080
, E.Or. 1178, etc.;ζητεῖν Isoc.4.95
;εὑρίσκεσθαι Aeschin.3.134
; alsoσωτηρίας τυχεῖν A.Pers. 508
, Ch. 203, X.Cyr.4.1.2, etc.; ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀπολλωνίου ς. PCair.Zen.482.4 (iii B.C.); ὀμνύω σωι (or σοι) τὴν σαυτοῦ ς. ib.324.2 (iii B.C.); ὑπὲρ σωτηρίας.. Αὐτοκράτορος, = Lat. pro salute Imperatoris, OGI1678.1 (Egypt, ii A.D.).2 a way or means of safety (=μηχανὴ σωτηρίας A.Th. 209
), ἔστι τις ς.; Id.Pers. 735 (troch.); ἔχεις τιν'.. ς.; E.Or. 778 (troch.), cf. Ar.Eq.12;εἰς σ. ἄλλην καταφυγεῖν Antipho 2.4.1
, cf. Th.3.20.3 safe return, ἡ ἐς τὴν πατρίδα ς. Id.7.70; ἡ οἴκαδε ς. D.50.16, cf. Plu.2.241e;ἡ σ. ἣν συνέβη τῷ πατρὶ δεῦρο D.57.20
; νόστιμος ς. A.Pers. 797, Ag. 343, 1238.4 in LXX and NT, salvation,ὁ θεὸς τῆς σ. μου LXX Ps.50(51).14
, al.;σ. ψυχῶν 1 Ep.Pet. 1.9
; εὐαγγέλιον τῆς ς. Ep.Eph.1.13, etc.II of things, keeping safe, preservation, Hdt.4.98; c. gen., A.Eu. 909, Pl.R. 433c, etc.; maintenance,τῶν οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol. 1321b21
; ; τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων, Arist.Cael. 284a20, Mete. 355a20.2 security, guarantee for safety, σ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων guarantee for the safe keeping of.., Syngr. ap. D.35.13; σωτηρίας ἕνεκα τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων for their safe custody,, Pl.Lg. 908a; ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ ib. 909a; σωτηρίαι τῆς πολιτείας ways of preserving it, Arist.Pol. 1301a23, cf. 1289b24, Pl.Prt. 354b.4 c. gen. obj., security against,ἀπορίας Philem.213.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωτηρία
-
7 χροιά
χροιά, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] χροιή, Il.14.164, Thgn.1017 (in Call.Lav. Pall.28 χροϊά ( χροίην codd.)), [dialect] Att. [full] χροιά and [full] χρόα, the latter always in Pl. (v. infr.), also in Phld.D.3.9,A sign.5, al. (v. χρώς):—skin, esp. of the human body, hence the body itself, l.c.;κατὰ χροιὴν ῥέει ἱδρώς Thgn.
l.c.;ὄζειν.. τῆς χρόας ἔφασκεν ἡδύ μου Ar.Pl. 1020
; τὰ ἐξανθεῦντα ἐς τὴν χροιὴν (skin, surface) ἢ χροιῇ (colour, signf. 11)ἢ οἰδήμασι Hp. de Arte9
: cf. χρώς.2 metaph., 'skin', i.e. surface, Pythagorean term, Arist.Sens. 439a31, Placit.1.15.2, Theol.Ar.18(pl.); χ. ἐπίπεδος ib.10; so perh. in Epicur.Fr.81, Phld.Sign.5, al.II superficial appearance of a thing, its colour, Thgn.451, A.Pr. 493, E.Cyc. 517(lyr.);παντοδάπαισι μεμειχμένα χροίαισιν Sapph.20
, cf. Numen. ap. Ath.7.282a; τοιοῦτον (sc. ἐρυθρόν)εἶναι τῇ χροιᾷ τὸ μέλι Porph.Antr.16
;ἔστιν.. χρόα ἀπορροὴ σχημάτων ὄψει σύμμετρος καὶ αἰσθητός Pl.Men. 76d
;νόμῳ χροιή.. ἐτεῇ δ' ἄτομα καὶ κενόν Democr.125
, cf. Anaxag.4, Arist. Sens. 440a8;ἐκ τριῶν τὰς χρόας ἅπασας μεμεγμένας, τοῦ φωτός, καὶ δι' ὧν φαίνεται τὸ φῶς, καὶ τῶν ὑποκειμένων χρωμάτων Id.Col. 793b33
.2 esp. colour of the skin, complexion,χροιῆς ἄνθος ἀμειβομένης Sol.27.6
;χροιᾶς ἀμείψεις ἄνθος A.Pr.23
;χροιὰν ἀλλάξασα E.Med. 1168
;λευκὴν χ. ἐκ παρασκευῆς ἔχεις Id.Ba. 457
, cf. Ar.Nu. 1012(anap.); χρόᾳ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι with colour that gives no hint of what has passed, E.Or. 1318; χρόαν.. τὴν σὴν ἥλιος.. αἰγυπτιώσει Pl.Com(?).p.615K. (post Fr.55);χρόας κάλλος Pl.Smp. 196a
;ἐρίζοι καὶ γάλακι χροιήν Call.Hec.1.4.3
. -
8 ἐναλλαγή
ἐναλλ-ᾰγή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναλλαγή
-
9 ἔρανος
ἔρᾰνος, ὁ,A meal to which each contributed his share, picnic,εἰλαπίνη ἠὲ γάμος ; ἐπεὶ οὐκ ἔρανος τάδε γ' ἐστίν Od.1.226
, cf. 11.415 : metaph., Pl.Smp. 177c.2 generally, feast, festival, Pi.O.1.38 ;πολύθυτος ἔ. Id.P.5.77
; wedding-banquet, ib.12.14, Pherecyd.11 J.;ἔρανον εἰς θεοὺς..ἐποίεις E.Hel. 388
.II loan raised by contributions for the benefit of an individual, bearing no interest, but recoverable at law, in instalments,παρὰ τῶν φίλων ἔ. συλλέξαι Antipho 2.2.9
, cf. Thphr.Char.22.9 ; κομισόμενος τὸν ἔ. recover the loan, Arist.Ph. 196b34 ;ἔ. εἰσενεγκεῖν τινι Thphr.Char.15.7
, Philem.213.14 ;ἔ. τινι εἰς τὰ λύτρα εἰσφέρειν D.53.8
;ἔ. εἰς ἐλευθερίαν Id.59.31
, cf. GDI2317 (Delph.), al.;ἔ. ἀναλαμβάνειν BGU 1165.16
(i B. C., with mention of interest);ἔ. εἰκοσίμνως Lys.Fr.19
;πεντακοσιόδραχμος SIG1215.5
([place name] Myconos);διτάλαντον εἶχες ἔ. [δωρεὰν] παρά τινων D.18.312
: in pl., debts thus contracted, Ar.Ach. 615 (prob.), Hyp.Ath.9 ; τοὺς ἐ. διενεγκεῖν pay off such debts, Lycurg.22 ; ἐράνους λέλοιπε he has left repayment-instalments unpaid, D.27.25 ; ἔ. συνεφήβοις ἀπενεγκεῖν (cf. infr. III) Luc. DMeretr.7.1.2 metaph, τοὐράνου γάρ μοι μέτεστι· καὶ γὰρ ἄνδρας εἰσφέρω (spoken by Lysistrata), Ar.Lys. 651 ;δεῖ τοῖς γονεῦσι τὸν ὡρισμένον ἐξ ἀμφοτέρων ἔ. καὶ παρὰ τῆς φύσεως καὶ παρὰ τοῦ νόμου δικαίως φέρειν D.10.40
, cf. 21.101, Isoc.10.20, Pl.Lg. 927c ;κάλλιστον ἔ. [τῇ πόλει] προϊέμενοι Th.2.43
, cf. X.Cyr.7.1.12, Ph.2.553, etc.: generally, favour, service, esp. one which brings a return,κάλλιστον ἔ., δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται E.Supp. 363
;ἔ. ἀντιλαμβάνειν Arist.Pol. 1332b40
;ἀποδοῦναι Alex.280
; ironically, τὸν αὐτὸν ἔ. ἀποδοῦναι 'pay him back in his own coin', D.59.8.III a permanent association apparently religious in character (cf. ἐρανιστής), IG12(1).155.12 (Rhodes, ii B.C.), 22.1369 (Athens, ii A. D.); ἔ. συνάγειν Μηνὶ Τυράννῳ ib.3.74 ;καλεῖται ὁ αὐτὸς καὶ ἔ. καὶ θίασος Ath.8.362e
; functioning as a friendly society, Plin.Ep.Trai.92 ; it could apparently lend to a non-member,ὅρος χωρίων ὑποκειμένων τῷ ἐ. καὶ τῷ ἀρχεράνῳ SIG1198
(Amorgos, iii B. C.), cf. BGU 1133-6 (i B. C.). -
10 ὑφαίρεσις
A taking away from under, ἰγνυῶν ὑ., in wrestling, Sopat. ap. Sch.T.Il.23.729.2 purloining, pilfering, τοῦ γραμματείου from the clerks' office, Test. ap. D.45.61;ζεύγους χεροψελίων ὑ. ποιεῖσθαι PSI10.1128.23
(iii A. D.), cf. MitteisChr.372 ii 8, iii 5 (ii A. D.).II ὑφαίρεσιν ποιεῖσθαι τῶν ὑποκειμένων to undertake the moderation or mitigation of.., Plb.15.8.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑφαίρεσις
См. также в других словарях:
ὑποκειμένων — ὑπόκειμαι lie under perf part mp fem gen pl ὑπόκειμαι lie under perf part mp masc/neut gen pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp fem gen pl ὑπόκειμαι lie under pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που … Dictionary of Greek
νομική σχέση — Στη νεότερη γενική θεωρία του δικαίου είναι η σχέση μεταξύ δύο υποκειμένων που ρυθμίζεται από αυτό. Το ένα από τα υποκείμενα αυτά (ενεργό υποκείμενο) είναι φορέας υποκειμενικού δικαιώματος και το άλλο (παθητικό υποκείμενο) είναι φορέας… … Dictionary of Greek
τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… … Dictionary of Greek
подълежати — ПОДЪЛЕЖ|АТИ (41), ОУ, ИТЬ гл. 1.Подлежать, подпадать под действие чегол.: Въздьржателѥ. и врѣтищеносьци. и отърочьници. томѹ же подълежать словѹ. имьже и наватиане (ὑπόκεινται) КЕ XII, 192а; не подълежащю ѥмѹ страстию коѥю. нъ волю ѥмѹ имѹщю въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… … Dictionary of Greek
αλληλοπάθεια — η (Α ἀλληλοπάθεια) [ἀλληλοπαθής] το να υπόκεινται κάποια πρόσωπα ή πράγματα σε αμοιβαία επίδραση, σε αλληλεπίδραση νεοελλ. (Γραμμ.) η αμοιβαία ενέργεια και το αμοιβαίο πάθος δύο ή περισσότερων υποκειμένων, που εκφράζονται από τα αλληλοπαθή ρήματα … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek