-
1 ὑποθήγω
A whet,χαυλιόδοντας Ael.NA5.45
; sharpen, make acute, ὄμμα τινί ib.9.16; stimulate, τινὰ μύωπι ib.5.39: metaph., ὑ. τὸν σῦν εἰς ἀνάστασιν provoke him to rise, ib.8.2:—[voice] Pass.,ὑποθήγεσθαι ἐπὶ τὸν φόνον Id.Fr.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποθήγω
-
2 ὑποθήγω
ὑπο-θήγω, ein wenig schärfen; unvermerkt anreizen, anfeuern
См. также в других словарях:
υποθήγω — ΜΑ μτφ. προτρέπω, παροτρύνω κάπως αρχ. ακονίζω, τροχίζω κάτι σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + θήγω «ακονίζω, οξύνω»] … Dictionary of Greek
προσυποθήγω — Α ακονίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποθήγω «οξύνω, ακονίζω»] … Dictionary of Greek