-
1 χαυλιόδοντας
[-ους (-οντος)] ο клык; бивень -
2 χαυλιόδοντας
χαυλιόδουςwith outstanding teeth: masc /fem acc plχαυλιόδωνmasc /fem acc pl -
3 χαυλιόδοντας
[хавлиодондас] ουσ. а. клык, бивень,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χαυλιόδοντας
-
4 χαυλιόδοντας
[хавлиодондас] ουσ α клык, бивень. -
5 χαυλιόδοντας
défense -
6 χαυλιόδοντας
tuskΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χαυλιόδοντας
-
7 tusk
χαυλιόδοντας -
8 χαυλιόδους
I of animals, with outstanding teeth or tusks, κάπρος χ. (where most codd. χαυλιόδων, [var] contr. to the rule of Hdn.Epim. 208, that the correct forms are χαυλιόδους and χαυλιώδων), Hes.Sc. 387, cf. Arist. l. c., 663a7;χ. γένεθλα Opp.C.3.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυλιόδους
-
9 χαυλι-όδων
χαυλι-όδων, -όδοντος, ὁ, ἡ, mit hervorstehenden od. Hauzähnen; κάπρος Hes. Sc. 387; sp. D., wie χαυλιόδοντα γένεϑλα Opp. Cyn. 2, 6; ὀδόντες χαυλιόδοντες Her. 2, 86; Arist. part. an. 2, 9. – Als subst. ὁ χαυλ., der vorstehende Zahn; τετράπουν, χαυλιόδοντας φαῖνον heißt der Hippopotamus Her. 2, 71; Opp. Cyn. 2, 492; Arist. H. A. 2, 1.
-
10 бивень
ο χαυλιόδοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бивень
-
11 клык
1. (зуб) о κυνόδοντας 2. (напр. у кабана, слона) (бивень) о χαυλιόδοντας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клык
-
12 бивень
бивеньм ὁ χαυλιόδοντας [-δους]. -
13 tusk
(one of a pair of large curved teeth which project from the mouth of certain animals eg the elephant, walrus, wild boar etc.) χαυλιόδοντας -
14 бивень
[μπίβιν"] ουσ. α χαυλιόδοντας -
15 бивень
[μπίβιν"] ουσ α χαυλιόδοντας -
16 бивень
-вня α.χαυλιόδοντας. -
17 рыбий
-ья, -ьеεπ.του ψαριού•-ья чешуя τα λέπια του ψαριού.
|| από ψάρι•рыбий жир ψαρόλαδο, ιχθυέλαιο• μουρουνέλαιο•
рыбий клей ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα.
|| μτφ. ψύχραιμος, άφοβος.εκφρ.рыбий зуб – κυνόδους (σκυλόδοντο), χαυλιόδοντας του τροχοφόρου. -
18 ὑποθήγω
A whet,χαυλιόδοντας Ael.NA5.45
; sharpen, make acute, ὄμμα τινί ib.9.16; stimulate, τινὰ μύωπι ib.5.39: metaph., ὑ. τὸν σῦν εἰς ἀνάστασιν provoke him to rise, ib.8.2:—[voice] Pass.,ὑποθήγεσθαι ἐπὶ τὸν φόνον Id.Fr.81
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποθήγω
-
19 χαυλιόδους,
χαυλι-όδους, u. χαυλι-όδων, -όδοντος, ὁ, ἡ, mit hervorstehenden od. Hauzähnen. Als subst. ὁ χαυλ., der vorstehende Zahn; τετράπουν, χαυλιόδοντας φαῖνον heißt der Hippopotamus -
20 χαυλιόδων
χαυλι-όδους, u. χαυλι-όδων, -όδοντος, ὁ, ἡ, mit hervorstehenden od. Hauzähnen. Als subst. ὁ χαυλ., der vorstehende Zahn; τετράπουν, χαυλιόδοντας φαῖνον heißt der Hippopotamus
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χαυλιόδοντας — ο, Ν βλ. χαυλιόδους … Dictionary of Greek
χαυλιόδοντας — χαυλιόδους with outstanding teeth masc/fem acc pl χαυλιόδων masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφιναπτερίδες — (delphinapteridae).Οικογένεια κητωδών θηλαστικών. Η οικογένεια αυτή περιλαμβάνει κήτη που μοιάζουν πολύ με τα δελφίνια. Έχουν μεγάλο σφαιρικό κεφάλι, δόντια μικρού μεγέθους και στο πάνω σαγόνι τους φυτρώνει ένας δυνατός χαυλιόδοντας, μήκους… … Dictionary of Greek
ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… … Dictionary of Greek
EQUUS — I. EQUUS cum robore, rum celeritate, commendatur, unde adeo multiplex eius in vita usus. Celeritatis inprimis magnum argumentum est, quod intra 24. horas, secundum Arabes, iter expediunt centenorum millium, ut est apud Ludov. Romanum Navigat. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
μεγαλόπολη — Ημιορεινή κωμόπολη (υψόμ. 430 μ., 5.114 κάτ.), του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένη κοντά στα ερείπια της ομώνυμης αρχαίας πόλης, η Μ. είναι η μεγαλύτερη κωμόπολη του νομού Αρκαδίας και μεταξύ 1961 και 1971 παρουσίασε τη … Dictionary of Greek
οδοντόκερας — ὀδοντόκερας, τὸ (Α) (για τον ελέφαντα) ο χαυλιόδοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κέρας] … Dictionary of Greek
προϊστορία — Επιστήμη, που ασχολείται με τα γεγονότα που συνέβησαν στην ανθρωπότητα πριν από την ανακάλυψη της γραφής, σε αντίθεση προς τη γραπτή ιστορία. Η π. είναι όμως και αυτή ιστορία, αν και χρησιμοποιεί δεδομένα που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.… … Dictionary of Greek
στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… … Dictionary of Greek
στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… … Dictionary of Greek