-
1 υποβολη
ἥ1) подкладывание, тж. подстилка (sc. τῶν στρομάτων Plat.)2) подбрасывание, подменаλίθου ὑ. Luc. — подмена (новорожденного Зевса) камнем;
3) подделывание, подделка(τῶν κλειδῶν Plut.)
4) показывание, указание, внушениеἐξ ὑποβολῆς Xen. — на основании указания, благодаря совету;
ἐξ ὑποβολῆς ῥαψῳδεῖν Diog.L. — подхватывать песнь5) засадаἡ τῶν ἑνεδρευόντων ὑ. Polyb. — сидящие в засаде;
ἐπανάγεσθαι τρισὴν τριήρεσιν ἐξ ὑποβολῆς Polyb. — совершать нападение из засады тремя триерами6) основа, основаниеὑποβολάς τινος καταθέσθαι Plut. — заложить основы чего-л.
7) предмет или материалἀποχρῶσα λόγων ὑ. Luc. — достаточный материал для речи
-
2 υποβολή
η1) подача, представление (в письменном виде); 2) внесение на рассмотрение, утверждение (законопроекта, предложения и т. п.); 3) выдвижение, выставление (кандидатуры и т. п.); 4) подвергшие (чему-л.); 5) внушение, наведение на мысль, наталкивание (на что-л.); 6) юр. подмена (ребёнка);§ καθ' υποβολήν — по указанию; — по указке, по подсказке, по наущению
-
3 υποβολή
[иповоли] ουσ θ подвергание чему-либо, внесение, предложение на рассмотрение (эаконопректа и т. п.), внушение. -
4 περιβολη
ἥ1) одежда, одеяние Plut.π. καὴ ὑποβολή Plat. — одежда и постельные принадлежности
2) объятье(χειρῶν περιβολαί Eur.)
3) оболочка, покровπ. τοῦ ξίφεος Eur. — ножны меча;
περιβολαὴ χθονός Eur. — могила;περιβολαὴ σφραγισμάτων Eur. — печати (на послании);περιβολαὴ σκηνωμάτων Eur. — шатры4) (кольцевая) стена, ограда(ἑπτάπυργοι περιβολαί Eur.)
5) очертание, контур, форма(τοῦ χωρίου Thuc.)
6) размерыοἰκίης μεγάλης π. Her. — обширный дом
7) объем, круг вопросов, совокупность(τοῦ λόγου Isocr.; τῶν πραγμάτων Polyb.)
8) воен. окружение, обход, охват(τέν περιβολέν ποιεῖσθαι Xen.)
9) изгиб, излучина, поворот (sc. τῆς ὁδοῦ Plut.)10) рит. словесная форма, слог, стиль
См. также в других словарях:
ὑποβολή — a throwing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
υποβολή — η 1. το να υποβάλλει κανείς κάτι στην κρίση ή έγκριση άλλου: Υποβολή αίτησης. 2. ηθική επιρροή στο πνεύμα ατόμου, έμπνευση ή επιβολή ιδέας ή πράξης σε άτομο που βρίσκεται σε εγρήγορση ή είναι υπνωτισμένο: Θεραπεία αρρώστιας με υποβολή. 3. (νομ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποβολῇ — ὑποβολῆι , ὑποβολεύς suggester masc dat sg (epic ionic) ὑποβολή a throwing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολαῖς — ὑποβολή a throwing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολαί — ὑποβολή a throwing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποβολήν — ὑποβολή a throwing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
υπνωτισμός — Το φαινόμενο της πρόκλησης τεχνητού ύπνου. Ο όρος δημιουργήθηκε το 1843 από τον I. Μπρεντ και σημαίνει την ανώμαλη κατάσταση και τα φαινόμενα που παρατηρούνται στον τεχνητό ύπνο. Ο υ. ήταν γνωστός από παλιά στους λαούς της Ανατολής και τον… … Dictionary of Greek
υποβολέας — ο / ὑποβολεύς, έως, ΝΜΑ (στο θέατρο) άτομο που υπαγορεύει χαμηλόφωνα στους ηθοποιούς το κείμενο τού ρόλου τους για να τούς βοηθάει στο έργο τους (α. «ο υποβολέας δεν ακουγόταν καθόλου» β. «τοῡ δὲ ὑποβολέως ἀκούοντας καὶ μὴ παρεκβαίνοντας τοὺς… … Dictionary of Greek