-
1 στρέφεται
στρέφωAër.pres ind mp 3rd sg -
2 στρέφω
στρέφω, Il.23.323, etc.; [dialect] Dor. [full] στράφω [pron. full] [ᾰ] IG12(3).92.6 (Nisyrus, dub.); [dialect] Aeol. [full] στροφῶ (leg. στρόφω) EM728.44: [dialect] Ep. [tense] impf.Aστρέψασκον Il.18.546
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor. 1 , etc., [dialect] Ep.στρέψα Od.4.520
: [tense] pf. ἔστροφα ([etym.] ἀν-) Cerc.17.30, ( ἀντ-, v.l. ἀν-) Theognet.1.8, ([etym.] ἐπ-) Plb.5.110.6, ([etym.] μετ-) Aristid.1.435 J.; also ἔστρᾰφα ([etym.] κατ-) Plb.23.11.2 codd.:—[voice] Med., Il.18.488, etc.: [tense] fut.στρέψομαι 6.516
, etc.: [tense] aor.ἐστρεψάμην S.OC 1416
, ([etym.] κατ-) Th.1.94, etc.: [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense) ἔστραμμαι ([etym.] κατ-) Isoc.5.21:—[voice] Pass., [tense] fut.στρᾰφήσομαι LXX 1 Ki.10.6
, ([etym.] ἀνα-) Isoc.5.64, ([etym.] δια-) Ar.Eq. 175, Av. 177, ([etym.] μετα-) Pl.R. 518d; [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense) στρέψομαι ([etym.] ἀπο-) X.Cyr.5.5.36: [tense] aor.1 ἐστρέφθην freq. in Hom., Il.5.40, al., rare in [dialect] Att., Ar.Th. 1128, Pl.Plt. 273e; [dialect] Dor.ἐστράφθην Sophr. 88
, Theoc.7.132, also v.l. (for κατεστράφησαν ) in Hdt.1.130 (butστραφῆναι Id.3.129
): [tense] aor. 2 ἐστράφην [ᾰ] Sol.37.6, always in Trag., S.Ant. 315, etc., freq. in [dialect] Att., Ar.Ach. 537 ([etym.] μετα-), Th.5.97 ([etym.] κατα-), Pl.Ti. 77b: [tense] pf. , Hp.Aër.5, X.An.4.7.15, etc.; (Pap.), cf. ἀποστρέφω, καταστρέφω:— turn about or aside,ἂψ δὲ θεοὶ οὖρον στρέψαν Od.4.520
; ἵππους ς. turn horses, Il.8.168, Od.15.205, etc.;σ. πηδάλιον Pi.Fr.40
;τὸν οἴακα Anaxandr.4.5
, cf. Men.482.4; ; of persons, ; , cf. Hec. 344;πάλιν στρέψεις κάρα Id.Med. 1152
;ὄμμα πανταχῇ στρέφων Id.IT68
;σ. ἀνταυγεῖς κόρας Ar.Th. 902
;σεαυτὸν εἰς πονηρὰ πράγματα Id.Nu. 1455
;πόλιν πρὸς κέρδος ἴδιον E. Supp. 413
;στρατὸν πρὸς ἀλκήν Id.Andr. 1149
; wheel soldiers round, X.Lac.11.9; v. infr. D.2 cause to rotate as on an axis, κεραμικὴν γαῖαν ς., i.e. on the potter's wheel, Sannyr.4;τὸν ἄτρακτον Hdt.5.12
;τὸν κόσμον μήτε αὐτὸν στρέφειν ἑαυτόν, μήτε.. ὑπὸ θεοῦ στρέφεσθαι διττὰς περιαγωγάς Pl.Plt. 269e
, cf. Epin. 977b.II πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω ς. turn upside down, A.Eu. 651; κάτω ς. S.Ant. 717, Ar.Ec. 733;σ. λόγους ἄνω καὶ κάτω Pl.Grg. 511a
, cf. Euthd. 276d; ἄνω κάτω τοὺς νόμους ς. D.21.91; so (lyr.); στρέφειν alone, overturn, upset, Id.IT 1166, Fr. 536 (troch.); γῆν ς. turn it over by digging or ploughing, X.Oec.16.15: c. acc. cogn.,πάσας σ. στροφάς Pl.Ti. 43e
; γράμματα πανταχῇ ς. Id.Cra. 414c: c. inf., change a thing so as to.., (lyr.).III σ. σφυρόν sprain or dislocate it, Epict.Ench.29.2, Arr.Epict.3.15.4 (soστραφῆναι τὸν πόδα Hdt.3.129
, cf. Pl.Lg. 789e).2 metaph. of pain, twist, torture,κακὸν στρέφει με περὶ τὴν γαστέρα Antiph.177
, cf. Ar.Pl. 1131, Fr. 462, Ael. NA2.44 ([voice] Pass.), Gal.19.141; : so σ. τὴν ψυχήν torment, Pl.R. 330e.3 of corruptions in Music,κάμπτων καὶ στρέφων Pherecr.145.15
.IV twist, plait,σπάρτα ἐστραμμένα X.An.4.7.15
;ἐμβολάδην ἐστραμμέναι ἀλλήλῃσι h.Merc. 411
; spin,ὑπὸ μακρῷ λίνῳ στρεφομένη Luc.JConf.7
, cf. 1;ἔστρεψεν Μοιρῶν μία νήματα IG14.607i
([place name] Caralis); κρόκην ς. Luc.Fug. 12: metaph.,μεγάλας σ. περιόδους Plu.2.235e
.VI metaph., turn a thing over in one's mind, τί στρέφω τάδε; E.Hec. 750;πρὸς ἀλλήλους Luc.Alex.8
;βουλὴν ἐν ἑαυτῷ Ael. NA10.48
; .VIII convert,τὴν πέτραν εἰς λίμνας ὑδάτων LXX Ps.113(114).8
, cf. 29(30).12, Ex.4.17; στραφήσῃ εἰς ἄνδρα ἄλλον ib.1 Ki.10.6; transmute metals, Zos.Alch.p.195 B.IX f.l. for τρέπω in Lys.32.20.B [voice] Pass. and [voice] Med., twist or turn oneself, στρεφθείς having turned face upward, Od.9.435; turn round or about, turn to and fro, Il.5.40, 575, etc.; ; ἐστρέφετ' ἔνθα καὶ ἔνθα, of one tossing in bed, 24.5; τί δυσκολαίνεις καὶ στρέφει τὴν νύχθ' ὅλην; Ar.Nu.36, cf. Amphis 20.4; of patients, Gal.7.664.2 turn to or from an object,ἔμελλε στρέψεσθ' ἐκ χώρης Il. 6.516
, cf. Od.16.352; στρεφθεὶς μετόπισθεν turning back, Il.15.645; return, S.OC 1648, Ant. 315, etc.;στραφέντες ἔφευγον X.Cyr.3.3.63
, An.3.5.1; ποῖ στρέφει; whither away? Ar.Th. 230, 610.3 of the heavenly bodies, revolve, circle, Od.5.274, Pl.Ti. 40b; of the distaff, Id.R. 617a; of a joint,ἐν ἄρθροις σ. κοτυληδών Ar.V. 1495
.II turn or twist about, like a wrestler trying to elude his adversary: hence, in argument, twist and turn, shuffle, τί ταῦτα στρέφει; Id.Ach. 385; τί δῆτα ἔχων στρέφει; Pl.Phdr. 236e, etc.; πάσας στροφὰς στρέφεσθαι twist every way, Id.R. 405c, cf. Euthd. 302b.2 turn and change,κἂν σοῦ στραφείη θυμός S.Tr. 1134
; στρεφόμενα λέγων things that tell both ways, D.H.Rh.8.15: c. gen. causae, τοῦ δὲ σοῦ ψόφου οὐκ ἂν στραφείην I would not turn for any noise of thine, S.Aj. 1117.III to be always engaged in or about, ;περὶ τὸ αὐτὸ γένος στρέφεται ἡ σοφιστική Arist.Metaph. 1004b22
, cf. Phld.Rh.2p.124S.2 generally, to be at large, go about,ἀνειμένη στρέφει S.El. 516
;ἐν κυσὶν.. ἐστράφην λύκος Sol.37.6
;στρέφεσθαι περὶ τὰ δικαστήρια Phld.Rh.2.139
S.; of things, to be rife,ταῦτα μὲν ἐν δήμῳ στρέφεται κακά Sol.4.23
.3 of places, τόποι ἐπὶ.. τὰς ἄρκτους ἐστραμμένοι turned, lying towards.., Plb.2.15.8, etc.C in strict med. sense, turn about with oneself, take back,στράτευμ' ἐς Ἄργος S.OC 1416
.D intr. in [voice] Act., like [voice] Pass., turn about, Il.18.544, 546, where, however, ζεύγεα may be supplied from 543, as may ὄϊς in Od.10.528, and ἵππους in X.Eq.7.18; of soldiers, wheel about, Id.An.4.3.26 and 32;στρέψαντες ἀπεχώρουν Id.Ages.2.3
; ποῖ στροφαὶ.. μανιῶν στρέφουσι; S.Ichn.224; τὸν στρέφοντα κύκλον ἡλίου revolving, Id.Fr. 738, cf. E. Ion 1154; στρέψαι δεῦρ', of the Comic Chorus, Pl.Com.92; στρέψον τι, δούλη withdraw a little, Herod.1.8;ἔστρεψεν ὁ θεός Act.Ap.7.42
. -
3 στρέφετ'
στρέφετε, στρέφωAër.pres imperat act 2nd plστρέφετε, στρέφωAër.pres ind act 2nd plστρέφεται, στρέφωAër.pres ind mp 3rd sgστρέφετο, στρέφωAër.imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic)στρέφετε, στρέφωAër.imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
4 οὔθαρα
οὔθαρα· ἐπὶ ἀσκοῦ ὁ κατὰ τὸ οὖθαρ τόπος, οἱ δέ, περὶ ὃν στρέφεται ὁ χορός, ἢ ὁ τροχός, Hsch. -
5 πάλιν
1 of Place, back, backwards (the usual sense in early [dialect] Ep.), mostly joined with Verbs of going, coming, etc.;π. χώρει Hdt.5.72
; π. ἐλεύσεται, κατελθεῖν, ἐπανέλθωμεν, A.Pr. 854, S.OC 601, Pl.Cra. 438a, etc.;κέλευθον ἥνπερ ἦλθες ἐγκόνει π. A.Pr. 962
;δίκα καὶ πάντα π. στρέφεται E.Med. 412
(lyr.); δεῦρο σωθήσῃ π. Id.Ph. 725, cf. 1400; δόμεναι π. give back, restore, Il.1.116, etc.;π. ἀποδοῦναι And.2.23
; π. ἀγκαλέσαι to call back, A.Ag. 1021 (lyr.): less freq. c. gen., π. τράπεθ' υἷος ἑοῖο she turned back from her son, Il.18.138;δόρυ Ἀχιλλῆος π. ἔτραπεν 20.439
, cf. Od.7.143: coupled with other Advbs.,π. αὖτις ἔβαινον νηὸς ἐπὶ γλαφυρῆς 14.356
, cf. Pi.O.1.65; αὖ π. Od.13.125;ἂψ π. Il.18.280
;π. εἶσιν ὀπίσσω Od.11.149
;π. φέρεσθαι ἐξοπίσω Hes.Th. 181
; ἄψορρον π. S.El.53; π. οἴκαδε, π. οἴκαδ' αὖ, Ar.Lys. 792, Ra. 1486;π. αὖ Pl.Prt. 318e
, etc.: with the Art.,ἡ π. ὁδός E.Or. 125
.2 to express contradiction, π. ἐρέει gainsay, Il.9.56; π. ὅ γε λάζετο μῦθον took back his word, unsaid it, 4.357; opp. ἀληθέα εἰπεῖν, Od.13.254; μηδέ τῳ δόξῃ π. let no one think contrariwise, A.Th. 1045: in Prose, contrariwise, Pl.Grg. 482d;π. αὖ Id.R. 507b
; αὖ.. π. Id.Ap. 27d: in this sense sts. c. gen., τὸ π. νεότατος youth's opposite, Pi.O.10(11).87; χρόνου τὸ π. the change of time, E.HF 777(lyr.); cf. ἔμπαλιν.II of Time, again, once more, rare in Hom., Il.2.276, cf. S.OT 1166, X. Mem.1.6.11, etc.: freq. coupled with αὖ, αὖθις (q.v.); , etc.; π. καὶ π. Str.17.1.3, Plu.2.565d, Ael.VH1.4; ἔγχει καὶ π. εἰπέ, π. π. Ἡλιοδώρας" AP5.135 (Mel.): both senses (I and II) are appropriate in Od.16.456, Pl.Prt. 322b, etc. -
6 στύγει
-
7 χαροπός
A fierce,λέοντες Od.11.611
, h.Merc. 569, IG42(1).131.12 (Epid.); ; ; κύνα, of Hecuba, Lyr.Adesp. 101; (lyr.); χαροποῖσι πιθήκοις ( παρὰ προσδοκίαν for λέουσι, in an oracle alluding to the Spartans) Ar. Pax 1065 (hex.); of serpents, AP10.22 ([place name] Bianor); grim,Ἄρης IG9(1).868.1
(Corc., vii/vi B. C., nisi leg. Χάροπος, gen. of Χάροψ) ; γένεια, of bears, Nonn.D.5.363; κεραῖαι, of a bull, ib.40.52; γενειάδες, of dogs, ib. 307. Adv. - πῶς Sch.Opp.C.3.510.2 of eyes, flashing, bright,βλέποντος χαροποῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπὸ τὴν κόρυν οἷον οἱ λέοντες ἐν ἀναβολῇ τοῦ ὁρμῆσαι Philostr.Her. 12a
.1;τὸ χ. αὐτοῦ καὶ γοργόν Id.Im.1.23
;χ. βλέμματος ἀστεροπαί AP5.152
(Asclep.), cf. 155 (Mel.);ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν Ἀθάνας Theoc.20.25
; ὄμμα χ., typical of a brave man, Arist.Phgn. 807b1; of persons, flashing-eyed, φοβερὰ καὶ χαροπὴ καὶ δεινῶς ἀνδρική (sc. ἡ Ἀθηνᾶ) Luc.DDeor.19.1: neut. as Adv.,χαροπὸν βλέπειν Philostr.Im.1.28
; χαροπὸν στράπτουσιν ὀπωπαί (of the hare) Opp.C.3.510 (regul. Adv. - πῶς Sch. ad loc.).b glassy, glazed, dull, of the eyes of winedrinkers, Al.Ge.49.12 (χαροποιοὶ.. ὑπὲρ οἶνον, v.l. ἀπὸ οἴνου, LXX l.c., s. v.l.), Sm.Pr.23.29 (πελιοὶ LXX
l.c.).3 of one of the chief eye-colours in men and animals, perh. bluish-grey, distd. fr. μέλας, γλαυκός, and αἰγωπός, Arist.HA 492a3, GA 779b14;τὰ χ. ἢ μέλανα ὄμματα Luc.DMort.1.3
; of persons, bluish-grey-eyed PPetr.1p.54, al. (iii B. C.), Theoc.12.35, cf. Philostr.Im.2.5, al.; of horses, Opp.C.1.310, 4.113; of dogs, X.Cyn.3.3, Arr.Cyn.5.1 (prob.), Gp.19.2.1; of rams, ib.18.1.3; of παρδάλεις, Eust. 1703.29; opp. μελανόφθαλμος, S.E.M.7.198; persons with this eyecolour are φθινώδεες acc. to Hp.Epid.3.14 (where Gal.17(1).726 thinks Hp. ought to have mentioned a different colour, γλαυκός). Adv. [comp] Comp. -ώτερον, μελαίνεσθαι (of the eyes) Hld.2.35.4 of the sea, bluish-grey, grey,χαροποῖο θαλάσσης Orph.Fr.245.21
, cf. A. 272, [S.] Fr.1126.3, AP12.53 (Mel.), 9.36 (Secund.), Anacreont. 53.30, Nonn.D.4.187, al.; of the dawn,χ. ἠώς A.R.1.1280
; of the moon, Arat.1152, Q.S.10.337;πρὸς ἕω λαμβάνει [ἡ σελήνη] χρόαν κυανοειδῆ καὶ χαροπήν Plu.2.934d
; of certain stars,χ. καὶ ἀναλδέες εἱλίσσονται Arat.394
, cf. 594.5 metaph., grey, ὑπὸ σὸν (sc. τῆς Νεμέσεως)τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται Τύχα Mesom.Nem.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαροπός
-
8 χοινίκη
A = τοῦ τροχοῦ ἐν ᾧ στρέφεται ὁ ἄξων, Hsch. (s. v.l.; cf.χοινικίς 1
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοινίκη
-
9 ἐπιστρέφω
Aἐπέστροφα Diog.
(v. infr. 1.2a):—turn about, turn round, νῶτον Orac. ap. Hdt.7.141;δεῦρ' ἐ. κάρα E.Heracl. 942
, cf. X.Cyn.10.12; ; ἐ. τὰς ναῦς tack (cf.ἐπιστροφή 11.1
), Th.2.90; also, put an enemy to flight, X.HG6.4.9; wheel about,τοὺς ἱππεῖς Plu.Sull.19
; wheel through a right angle, Ascl.Tact.10.5 ([voice] Act. and [voice] Pass.), etc.; intr., ib.12.11, etc.b. intr., turn about, turn round, ἕλκε δ'ἐπιστρέψας Il.3.370
; here only in Hom., and perh. trans., whirl, but v. Hdt.2.103, S.Tr. 566;ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε δεῦρο Ar.V. 422
; of ships, put about, Plb.1.47.8,50.5; of a wild boar, turn upon the hunter,ἐπί τινα X.Cyn.10.15
; return, ἀπὸ τῆς στρατείας Epist. Philipp. in IG9(2).517.37 ([place name] Larissa), cf. Ev.Matt.12.44, etc.; of an illness, recur, f.l. for ὑπο-, Hp.Coac. 124: as Hebraism, c. inf., as periphrasis ofπάλιν, ἐπιστρέψει.. εὐφρανθῆναι LXXDe.30.9
, cf. 2 Es. 9.14, al.; so with καί and finite Verb, ἐπέστρεψεν καὶ ᾠκοδόμησεν ib.2 Ch.33.3, cf. Ma.1.4, al.2. turn towards,νόημα Thgn.1083
;ἦθος κατά τινα Id.213
; ἐ. τινά turn his attention towards one, Luc. Tim.11; τινὰ πρός τι, εἰς ἑαυτόν, Plu.2.21c,69f, cf. Hdn.5.3.8; οἱ τὴνἙλλάδα ἐπεστροφότες ἐπὶ σοφίαν Diog.Ep.34.1
; ἐ. πίστιν press a pledge upon one, S.Tr. 1182; ἐ. τὴν φάλαγγα bring it into action, Plu. Ant.42: hence,b. intr., turn (oneself) towards, X.Eq.8.12, etc.; ἐ. εἰς or πρὸς ἑαυτόν, of νοῦς, reflect, Plot.5.3.1, Procl.Inst.15; τὸ ἐπιστρέφον βαθρικόν the steps leading to the sarcophagus, Judeich Altertümervon Hierapolis 152.3. turn or convert from an error, correct, cause to repent, Luc.Hist.Conscr.5, Plu.Alc.16;πλημμελοῦντας Id.Cat.Mi.14
; warn, Philostr.VS1.7.1; coerce, Cod.Just.4.20.15.1.b. [voice] Pass., to be converted, return,ἐπὶ Κύριον LXXDe.30.2
; intr., repent, ib.Ju.5.19, al., Ev.Matt.13.15,Ev.Luc.22.32, etc.c. Philos., cause to return to the source of Being,τινὰς εἰς τὰ ἐναντία καὶ τὰ πρῶτα Plot. 5.1.1
;τι πρὸς τἀγαθόν Procl.Inst. 144
:—[voice] Pass., Plot.1.2.4, 5.2.1; τὸπροϊὸν ἀπό τινος -στρέφεται πρὸς ἐκεῖνο ἀφ' οὗ πρόεισιν Procl.Inst.31
;πρὸς τὸ ἕν Dam.Pr.27
:—also intr. in [voice] Act.,ἐ. εἰς ἑαυτόν Plot.5.3.6
; τὸ γεννηθὲν φύσει πρὸς τὸ γεννῆσαν ἐ. Porph.Sent.13; οὐδὲν τῶν σωμάτων πρὸς ἑαυτὸ πέφυκεν ἐ. Procl.Inst.15.4. curve, twist, ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν' ἔοικ' ἐπιστρέφειν v.l. in Ar.Pl. 1131;ἐ. ἐπισκύνιον AP11.376.8
(Agath.):—[voice] Pass., to be distorted,ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ Hp. Aph.4.35
; of hair, curl,οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον Arist.Pr. 963b10
; ἐπεστραμμένος, of a tree, crooked, Thphr.HP3.8.4; of fir-needles, bent, ib.3.9.6.II. [voice] Med. and [voice] Pass., esp. in [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπεστράφην [ᾰ], alsoἐπεστρέφθην Opp.C.4.179
: [dialect] Dor. [ per.] 3sg. [tense] fut. [voice] Pass.- στραφησεῖται GDI3089.27
([place name] Callatis):—turn oneself round, turn about, ἤϊε ἐπιστρεφόμενος constantly turning, as if to look behind one, Hdt. 3.156: and with acc., πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ' ἐπεστράφη turned to gaze on it, E.Alc. 187; so of a lion retreating, Arist.HA 629b15; δι' οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς by which all the revolving spheres are turned, Pl.R. 616c; δόξα τῇδ' ἐπεστράφη thus turned about, changed, S.Ant. 1111.2. go back-and forwards,πάντῃ h.Hom.27.10
; κατ' : c.acc., γαῖαν ἐπιστρέφεται wanders over the earth, with collat. sense of observing, studying it, Hes.Th. 753, Thgn.648; soἐ. ὀρέων κορυφάς Anacr.2.4
: also c. acc. loci, turn to a place, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον; E.Hel.83, cf. 89, 768, Ion 352 (also εἰςχώρας X.Oec.4.13
): c.acc. cogn., [διεξόδους] ἐπιστρέφεσθαι walk in.., Pl.Phdr. 247a; of the sun, revolve, D.P.584.3. turn the mind towards, pay attention to, regard (cf.ἐπιστροφή 11.3
),τινός Anacr.96
, S. Ph. 599, Phld.Lib.p.15 O., AP5.47 (Rufin.); τῶν ἰδίων οὐδὲν ἐ. Thgn. 440;εἴς τι Alex.Aphr.in Sens.57.18
: abs., return to oneself, pay attention,ἐπιστραφείς Hdt.1.88
;οὐκ ἦλθες,.. οὐδ' ἐπεστράφης E.Rh. 400
; οὐκ ἐπεστράφη, = οὐκ ἐφρόντισε (just above), D.23.136, cf. 10.9, AP11.319 (Autom.).b. conduct oneself, behave, A22 (Decr. Amphict., iii B.C.).4. c.acc., θεοῦ νιν κέλευσμ' ἐπεστράφη turned against her, E.Andr. 101 (lyr.).5. [tense] pf.part. [voice] Pass. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, earnest, vehement,λέγειν ἐπεστραμμένα Hdt.8.62
;ἀφέλεια -στραμμένη Philostr.VS1.7.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρέφω
См. также в других словарях:
στρέφεται — στρέφω Aër. pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
πόλος — ο, ΝΜΑ 1. καθένα από τα δύο άκρα τού νοητού άξονα γύρω από τον οποίο φαίνεται να στρέφεται η ουράνια σφαίρα ή τού άξονα περιστροφής τής Γης ή άλλων ουράνιων σωμάτων (α. «γεωγραφικοί πόλοι τής Γης» καθένα από τα δύο σημεία στα οποία ο στιγμιαίος… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
φρένο — (ή πέδη). Μηχανισμός ικανός να μειώσει την ταχύτητα ενός οργάνου που βρίσκεται σε κίνηση. Ο τύπος φ. που χρησιμοποιείται συχνότερα ενεργεί με ξηρά τριβή: η κινητική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, που απομακρύνεται με την απλή αγωγιμότητα ή… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
απειλή — (Νομ.). Ο Ποινικός Κώδικας προβλέπει και τιμωρεί με φυλάκιση έως δύο ετών εκείνον που απειλεί άλλον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη σε βαθμό τέτοιο που να του δημιουργεί τρόμο ή ανησυχία. Στοιχείο του αδικήματος αυτού δεν είναι η άσκηση… … Dictionary of Greek