-
1 οχθος
-
2 όχθος
ο1) см. όχθη; 2) холмик (на побережье реки, озера) -
3 αμφιπεδος
-
4 ανεμοεις
-
5 Αρης
- εως и εος, эп.-ион. ηος ὅ1) Арей или Арес (отождествл. с римск. Mars, сын Зевса и Геры, бог войны и воинских доблестей); его эпитеты у Hom.θοῦρος и θοός «стремительный, неистовый, яростный», ἀνδροφόνος и βροτολοιγός «человекоубийственный», ἀΐδηλος «разрушительный, истребляющий», τειχεσιπλήτης «сокрушитель стен», μιαίφονος «обагренный кровью», πελώριος «исполинский», οὖος «губительный», ῥινοτόρος «пронзающий щиты», ταλαύρινος «щитоносный», βριήπυος «рыкающий», ἀλλοπρόσαλλος «переменчивый», λαόσσοος «подстрекающий людей (к войне)», χρυσήνιος «блистающий золотом» и др.:
Ἄρεως ὄχθος Her. = Ἄρειος πάγος2) война, тж. сражение, битва Hom., Pind., Trag.3) воинственность, воинский дух(Ἄ. ἔνεστιν ἔν τινι Soph.)
4) войско(ὅ Μυρμιδόνων Ἄ. Eur.)
5) убийство(λιθόλευστος Ἄ. Soph.)
6) ранение, рана(Ἄ. ἀλεγεινός Hom.)
7) меч(βάψασθαι ἄρη ἐντὸς λαγόνων Anth.)
8) гибель, мор(Ἄ. ἄχαλκος ἀσπίδων Soph.)
9) планета Марс(ὅ ἀστέρ ὅ Ἄρεος Arst.)
-
6 ελαιοφορος
-
7 ευδενδρος
-
8 ευοχθος
-
9 ηνεμοεις
-
10 Ισμηνιος
-
11 Κυνθιος
-
12 τηλαυγης
-
13 τηλεσκοπος
-
14 όχτος
ο см. όχθος
См. также в других словарях:
ὄχθος — eminence masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όχθος — και όχτος, ο (Α ὄχθος) 1. χαμηλό ύψωμα γης, μικρός λόφος 2. (σπανίως) όχθη ποταμού αρχ. 1. (για τη λέπρα) σαρκώδες έκφυμα τού σώματος, οίδημα 2. φρ. «Ἄρειος ὄχθος» ο λόφος τού Αρείου Πάγου (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
ὄχθοι — ὄχθος eminence masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθοις — ὄχθος eminence masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθοισι — ὄχθος eminence masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθον — ὄχθος eminence masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθου — ὄχθος eminence masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθους — ὄχθος eminence masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθων — ὄχθος eminence masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄχθῳ — ὄχθος eminence masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zweifleckiger Ahlenläufer — Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia